στυφοκόμπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ή στυφόκομπος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[μάχιμος]] [[ἀλεκτρυών]]»<br /><b>2.</b> το [[ορτύκι]], ο όρτυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύπος]] (Ι) «[[κορμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[κτύπος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ορτυγό</i>-<i>κομπος</i>)].
|mltxt=ή στυφόκομπος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[μάχιμος]] [[ἀλεκτρυών]]»<br /><b>2.</b> το [[ορτύκι]], ο όρτυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύπος]] (Ι) «[[κορμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[κτύπος]]» ([[πρβλ]]. [[ορτυγόκομπος]])].
}}
}}
{{grml
{{elru
|mltxt=ή στυφόκομπος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[μάχιμος]] [[ἀλεκτρυών]]»<br /><b>2.</b> το [[ορτύκι]], ο όρτυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύπος]] (Ι) «[[κορμός]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[κτύπος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ορτυγό</i>-<i>κομπος</i>)].
|elrutext='''στῠφοκόμπος:''' v. l. = [[στυφοκόπος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:28, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 960] = στυφοκόπος, Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ μάχιμος ὄρτυξ κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.

Greek Monolingual

ή στυφόκομπος, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών»
2. το ορτύκι, ο όρτυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + κόμπος «κτύπος» (πρβλ. ορτυγόκομπος)].

Russian (Dvoretsky)

στῠφοκόμπος: v. l. = στυφοκόπος.