τριώρυγος: Difference between revisions

From LSJ

νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.

Source
(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[de trois brasses]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὀρύσσω]], [[ὄργυια]].
}}
{{elnl
|elnltext=τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] [[van drie vadem]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐώρυγος:''' Xen. v. l. = [[τριόργυιος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τριώρῠγος''': -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ [[ἀρχαῖος]] Ἀττικ. [[τύπος]] ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. [[διώρυγος]], [[πεντώρυγος]].
|lstext='''τριώρῠγος''': -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ [[ἀρχαῖος]] Ἀττικ. [[τύπος]] ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. [[διώρυγος]], [[πεντώρυγος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de trois brasses.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[ὀρύσσω]], [[ὄργυια]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] [[τρεις]] οργιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρυγος</i>, σπάνια [[μορφή]] με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. [[οργυιά]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντ</i>-<i>ώρυγος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[μήκος]] [[τρεις]] οργιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρυγος</i>, σπάνια [[μορφή]] με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. [[οργυιά]] ([[πρβλ]]. [[πεντώρυγος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριώρυγος:''' [ῠ], -ον ([[ὀργυιά]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] οργυιές, σε Ξεν.
|lsmtext='''τριώρυγος:''' [ῠ], -ον ([[ὀργυιά]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] οργυιές, σε Ξεν.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.
|mdlsjtxt=[[τρι-]]ώρῠγος, ον, [[ὀργυιά]]<br />of [[three]] fathoms, Xen.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐώρυγος:''' Xen. v. l. = [[τριόργυιος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois brasses.
Étymologie: τρεῖς, ὀρύσσω, ὄργυια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριώρυγος -ον [τρι-, ὄργυια] van drie vadem.

Russian (Dvoretsky)

τρῐώρυγος: Xen. v. l. = τριόργυιος.

Greek (Liddell-Scott)

τριώρῠγος: -ον, (ὀργυιὰ) τριῶν ὀργυιῶν· ὁ ἀρχαῖος Ἀττικ. τύπος ὃν ἀποκατέστησεν ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52 ὁ L. Dind. ἐκ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφων (ἅτινα ἔχουσι τριώρων ἢ τριώρυον) ἀντὶ τριώργυιον· πρβλ. διώρυγος, πεντώρυγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τρεις οργιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. οργυιά (πρβλ. πεντώρυγος)].

Greek Monotonic

τριώρυγος: [ῠ], -ον (ὀργυιά), αυτός που αποτελείται από τρεις οργυιές, σε Ξεν.

Middle Liddell

τρι-ώρῠγος, ον, ὀργυιά
of three fathoms, Xen.