ἀκτένιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[ἀκτένιστος]] -ον [ἀ-, [[κτενίζω]] [[ongekamd]].
|elnltext=[[ἀκτένιστος]] -ον [ἀ-, [[κτενίζω]] [[ongekamd]].
}}
{{trml
|trtx====[[uncombed]]===
Catalan: despentinat, escabellat; French: [[non peigné]]; German: [[ungekämmt]]; Greek: [[ακτένιστος]], [[αχτένιστος]]; Ancient Greek: [[ἀκτένιστος]], [[ἀπέκτητος]], [[ἄπεκτος]]; Hungarian: fésületlen; Italian: [[spettinato]]; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: [[despenteado]]; Russian: [[нечесанный]], [[непричесанный]]; Spanish: [[despeinado]]
}}
}}

Revision as of 15:19, 17 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτένιστος Medium diacritics: ἀκτένιστος Low diacritics: ακτένιστος Capitals: ΑΚΤΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akténistos Transliteration B: aktenistos Transliteration C: aktenistos Beta Code: a)kte/nistos

English (LSJ)

ον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.

Spanish (DGE)

-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: , κτενίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.

German (Pape)

κόμη, ungekämmt, Soph. O.C. 1263.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτένιστος: нечесанный, непричесанный (κόμη Soph.).

Middle Liddell

κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.

Translations

uncombed

Catalan: despentinat, escabellat; French: non peigné; German: ungekämmt; Greek: ακτένιστος, αχτένιστος; Ancient Greek: ἀκτένιστος, ἀπέκτητος, ἄπεκτος; Hungarian: fésületlen; Italian: spettinato; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: despenteado; Russian: нечесанный, непричесанный; Spanish: despeinado