ὁμόχωρος: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ομόχωρος]] -η, -ο και [[ομοχώριος]], -α, -ο (Α [[ὁμόχωρος]] και [[ὁμοχώριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τον ίδιο [[τόπο]], [[συντοπίτης]]<br /><b>2.</b> [[γείτονας]], [[γειτονικός]], [[πλησιόχωρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ομόχωροι</i><br />(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην [[ίδια]] φορολογική [[περιφέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>. Ο τ. <i>ὁμοχώριος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[εγχώριος]]]. | |mltxt=[[ομόχωρος]] -η, -ο και [[ομοχώριος]], -α, -ο (Α [[ὁμόχωρος]] και [[ὁμοχώριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τον ίδιο [[τόπο]], [[συντοπίτης]]<br /><b>2.</b> [[γείτονας]], [[γειτονικός]], [[πλησιόχωρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ομόχωροι</i><br />(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην [[ίδια]] φορολογική [[περιφέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>. Ο τ. <i>ὁμοχώριος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[εγχώριος]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[neighbouring]]=== | |||
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: [[naburig]], [[naburige]], [[aanpalend]], [[aanpalende]], [[buur-]]; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: [[adjacent]], [[voisin]], [[avoisinant]]; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: [[benachbart]]; Greek: [[γειτονικός]], [[γειτνιάζων]]; Ancient Greek: [[ἀγχήρης]], [[ἀγχιγείτων]], [[ἀγχίγυος]], [[ἀγχίθυρος]], [[ἀγχίπορος]], [[ἀγχιτέρμων]], [[ἀγχόμορος]], [[ἄγχουρος]], [[ἀμφικτύων]], [[ἀστυγείτων]], [[γειτνιακός]], [[γείτνιος]], [[γειτόσυνος]], [[γείτων]], [[ἔποικος]], [[ξύνουρος]], [[ὅμαυλος]], [[ὅμορος]], [[ὅμουρος]], [[ὁμόχωρος]], [[πάροικος]], [[περιηγής]], [[περιοικίς]], [[περίοικος]], [[πλησίος]], [[πλησιόχωρος]], [[πρόσοικος]], [[πρόσχωρος]], [[συγγείτνιος]], [[συγγείτων]], [[σύγκληρος]], [[σύνορος]]; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: [[confinante]], [[contiguo]], [[vicino]], [[finitimo]], [[limitrofo]]; Latin: [[vicinalis]]; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: [[vizinho]], [[limítrofe]]; Romansch: vischin; Russian: [[соседний]], [[близлежащий]]; Spanish: [[vecino]], [[limítrofe]], [[contiguo]]; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik | |||
}} | }} |
Revision as of 18:39, 25 May 2023
English (LSJ)
ον, neighbouring, [ἔθνη] D.C.Fr.74.1; οἱ ὁ. Id.38.45.2, al.
German (Pape)
[Seite 342] aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart?
Russian (Dvoretsky)
ὁμόχωρος: ὁ земляк Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόχωρος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας, συντοπίτης, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. Peiresc 79, κτλ. ΙΙ. ὁ πλησιόχωρος, γείτων. - Ὁ τύπος ὁμοχώριος ἀπαντᾷ ἐν Γλωσσ.
Greek Monolingual
ομόχωρος -η, -ο και ομοχώριος, -α, -ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, -ον)
1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης
2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι
(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην ίδια φορολογική περιφέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. στενό-χωρος. Ο τ. ὁμοχώριος < ομ(ο)- + -χώριος (< χῶρος), πρβλ. εγχώριος].
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik