ἆτος: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atos
|Transliteration C=atos
|Beta Code=a)=tos
|Beta Code=a)=tos
|Definition=ον, contr. for [[ἄατος]].
|Definition=ον, contr. for [[ἄατος]] ([[insatiate]]).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] zsgzgn aus [[ἄατος]], unersättlich, πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] zsgzgn aus [[ἄατος]], [[unersättlich]], πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />insatiable de, gén..<br />'''Étymologie:''' contr. de [[ἄατος]].
|btext=ος, ον :<br />[[insatiable de]], gén..<br />'''Étymologie:''' contr. de [[ἄατος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[for]] ἄ-ᾶτος, ἄω): [[insatiable]].
|auten=([[for]] ἄ-ᾶτος, [[ἄω]]): [[insatiable]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:35, 26 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἆτος Medium diacritics: ἆτος Low diacritics: άτος Capitals: ΑΤΟΣ
Transliteration A: âtos Transliteration B: atos Transliteration C: atos Beta Code: a)=tos

English (LSJ)

ον, contr. for ἄατος (insatiate).

Spanish (DGE)

v. 1 ἄατος.

German (Pape)

[Seite 388] zsgzgn aus ἄατος, unersättlich, πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: contr. de ἄατος.

English (Autenrieth)

(for ἄ-ᾶτος, ἄω): insatiable.

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ. εαυτῴ επειδή προήλθαν από εού αυτού και εοί αυτῴ αντιστοίχως, είχαν το -α- μακρό, πράγμα που συνετέλεσε στην αποβολή του υποτακτικού φωνήεντος -υ- και στη δημιουργία των τ. εᾱτού και εᾱτώ. Στη συνέχεια έγινε και αιτ. εατόν αντί εαυτόν και αργότερα ατόν αντί εατόν, από την οποία προήλθε η ονομαστική ατός].

Greek Monotonic

ἆτος: -ον, συνηρ. αντί ἄατος.

Russian (Dvoretsky)

ἆτος: [стяж. к ἄατος не могущий насытиться (πολέμοιο, μάχης Hom.).

Frisk Etymological English

See also: ἄατος

Frisk Etymology German

ἆτος: {ãtos}
Etymology: aus ἄατος kontrahiert, s. d.
Page 1,180