κατόχιμος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katochimos | |Transliteration C=katochimos | ||
|Beta Code=kato/ximos | |Beta Code=kato/ximos | ||
|Definition=later form for [[κατοκώχιμος]] ([[quod vide|q.v.]]), < | |Definition=later form for [[κατοκώχιμος]] ([[quod vide|q.v.]]),<br><span class="bld">A</span> [[held in possession]], εἰς αἰῶνα [[LXX]] ''Le.''25.46; [[sequestered]], [[κλῆρος]] ''PFrankf.'' 7 ''B''9 (iii B.C.), cf. ''PTeb.''61 (b).253 (ii B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[possessed]] by a supernatural power, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[κατοκώχιμον]], ''Glossaria''; of things, '[[eerie]]', [[uncanny]], κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.''JTr.''30.<br><span class="bld">3</span> Alch., of [[fixing]] [[agent]]s, [[mordant]]s, Syn.Alch.p.62 B., Zos.Alch.p.216 B., ''PHolm.''15.19, ''Pleid.X.''92. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κατόχιμος -ον [κάτοχος] [[bezeten]], [[in extase]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
later form for κατοκώχιμος (q.v.),
A held in possession, εἰς αἰῶνα LXX Le.25.46; sequestered, κλῆρος PFrankf. 7 B9 (iii B.C.), cf. PTeb.61 (b).253 (ii B.C.).
2 possessed by a supernatural power, Hsch. s.v. κατοκώχιμον, Glossaria; of things, 'eerie', uncanny, κ. πάντα καὶ φρικώδη καὶ μυστικά Luc.JTr.30.
3 Alch., of fixing agents, mordants, Syn.Alch.p.62 B., Zos.Alch.p.216 B., PHolm.15.19, Pleid.X.92.
German (Pape)
[Seite 1406] besessen, in Besitz genommen; κατόχιμον γίγνεται τὸ χωρίον Is. 2, 28; von einem Gotte begeistert, Luc. Iup. trag. 30; von bösen Geistern besessen, LXX, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 possédé, occupé;
2 possédé par un dieu.
Étymologie: κάτοχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατόχιμος -ον [κάτοχος] bezeten, in extase.
Russian (Dvoretsky)
κατόχῐμος:
1 являющийся собственностью, находящийся в чьем-л. владении (χωρίον Isae. - v.l. κατοκώχιμος);
2 одержимый, исступленный (κ. καὶ φρικώδης Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κατόχῐμος: ἀδόκιμος τύπος ἀντὶ τοῦ κατοκώχιμος (ὃ ἴδε), Ἑβδ., ὁ κατεχόμενος, κ. γίνεται τὸ χωρίον Ἰσαῖ. 2. 28· ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κατεχόμενος καὶ ἐξεστηκώς, ὑπὸ τῶν δαιμόνων κρατούμενος, ὁ θεοφοβούμενος, ὁ ἐνθουσιῶν, ὁ ἄλλως κατάσχετος, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.
Greek Monolingual
κατόχιμος, -ίμη, -ον (Α) κατοχή
1. αυτός που κατέχεται, που βρίσκεται υπό την κυριότητα άλλου («καὶ ἔσονται ὑμῖν κατόχιμοι εἰς τὸν αἰῶνα», ΠΔ)
2. αυτός που κατέχεται από θεία και υπερφυσική δύναμη, ο θεοφορούμενος
3. (για πράγματα) αυτός μέσα στον οποίο κατοικεί κάποιο πονηρό δαιμόνιο («κατόχιμα πάντα καὶ φρικώδη και μυστικά», Λουκιαν.)
4. αυτός που βρίσκεται υπό κατάσχεση
5. (για στερεωτικές ύλες) στυπτικός, συγκρατητικός.