ὑπόβαθρον: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypovathron | |Transliteration C=ypovathron | ||
|Beta Code=u(po/baqron | |Beta Code=u(po/baqron | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[put under]], a [[base]]:<br><span class="bld">1</span> [[footstool]], Thphr.''HP''5.7.6, App.''Pun.''111, D.L.1.94; ὑ. νυμφικά ''IG''22.1485.54.<br><span class="bld">2</span> a [[wooden]] [[framework]] to [[support]] a [[couch]], a kind of [[rock]]ing [[apparatus]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.1.30, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Anon. ap. Stob.4.31.84.<br><span class="bld">3</span> [[keel]] of a [[ship]], prob. for [[ὑποβάραθρον]] in Gal.19.169.<br><span class="bld">4</span> [[step]], δἰ ὑποβάθρων Lyd.''Mag.''2.11, 3.41. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1210.png Seite 1210]] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ [[ὑπόβαθρα]] ταῖς κλίναις παρασκευάζεις. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1210.png Seite 1210]] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ [[ὑπόβαθρα]] ταῖς κλίναις παρασκευάζεις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />support ; <i>au pl.</i> τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βάθρον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόβαθρον:''' τό [[подставка]], [[подпора]], [[основание]] Xen., Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόβαθρον''': τό, πᾶν τό [[ὑποκάτω]] τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) [[ὑποπόδιον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον [[ξύλινος]] [[σκελετός]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. [[αὐτόθι]] 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338. | |lstext='''ὑπόβαθρον''': τό, πᾶν τό [[ὑποκάτω]] τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) [[ὑποπόδιον]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον [[ξύλινος]] [[σκελετός]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. [[αὐτόθι]] 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόβαθρον:''' τό, οτιδήποτε βρίσκεται [[κάτω]] από [[βάση]], [[σκελετός]], [[υποδομή]] στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη [[συσκευή]], [[μηχάνημα]] ή [[αιώρημα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπόβαθρον:''' τό, οτιδήποτε βρίσκεται [[κάτω]] από [[βάση]], [[σκελετός]], [[υποδομή]] στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη [[συσκευή]], [[μηχάνημα]] ή [[αιώρημα]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπό-βαθρον, ου, τό,<br />[[anything]] put under: a [[framework]] to [[support]] a [[couch]], a [[rocking]] [[apparatus]], Xen. | |mdlsjtxt=ὑπό-βαθρον, ου, τό,<br />[[anything]] put under: a [[framework]] to [[support]] a [[couch]], a [[rocking]] [[apparatus]], Xen. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[ὑπό]] + [[βάθρον]] τοῦ [[βαίνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:08, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A anything put under, a base:
1 footstool, Thphr.HP5.7.6, App.Pun.111, D.L.1.94; ὑ. νυμφικά IG22.1485.54.
2 a wooden framework to support a couch, a kind of rocking apparatus, X.Mem.2.1.30, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Anon. ap. Stob.4.31.84.
3 keel of a ship, prob. for ὑποβάραθρον in Gal.19.169.
4 step, δἰ ὑποβάθρων Lyd.Mag.2.11, 3.41.
German (Pape)
[Seite 1210] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὑπόβαθρα ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
support ; au pl. τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.
Étymologie: ὑπό, βάθρον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόβαθρον: τό подставка, подпора, основание Xen., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόβαθρον: τό, πᾶν τό ὑποκάτω τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) ὑποπόδιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον ξύλινος σκελετός, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. αὐτόθι 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.
Greek Monotonic
ὑπόβαθρον: τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή, μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπό-βαθρον, ου, τό,
anything put under: a framework to support a couch, a rocking apparatus, Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὑπό + βάθρον τοῦ βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.