ἀόργητος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aorgitos | |Transliteration C=aorgitos | ||
|Beta Code=a)o/rghtos | |Beta Code=a)o/rghtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀόργητον, [[incapable of anger]], [[not irascible]], [[not passionate]], [[indifferent]], Arist.EN1108a8:—in good sense, Phld.Ir.p.71 W., Plu.2.10c, Luc.Herm.12, Aret.CD1.4, etc. [[τό ἀόργητον]] = [[meekness]], [[non-irascibility]], [[keeping one's temper]]; [[τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ]] = to be able also to [[subdue]] [[anger]] is the [[part]] of a [[wise]] [[man]] Plu. 2.10b. Adv. [[ἀοργήτως]] = [[without anger]], [[without getting carried away]] Phld. Lib.p.7 O., Arr.Epict.3.18.6, Hierocl. in CA12p.447M. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀόργητον, incapable of anger, not irascible, not passionate, indifferent, Arist.EN1108a8:—in good sense, Phld.Ir.p.71 W., Plu.2.10c, Luc.Herm.12, Aret.CD1.4, etc. τό ἀόργητον = meekness, non-irascibility, keeping one's temper; τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ = to be able also to subdue anger is the part of a wise man Plu. 2.10b. Adv. ἀοργήτως = without anger, without getting carried away Phld. Lib.p.7 O., Arr.Epict.3.18.6, Hierocl. in CA12p.447M.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indiferente, que no se apasiona por nada ὁ δ' ἐλλείπων ἀόργητός τις Arist.EN 1108a8.
2 que no se enfurece, no irascible τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.71, ἀνήρ Luc.Herm.12, del sabio estoico, Chrysipp.Stoic.3.110, de Dios, 1Ep.Clem.19.3, cf. Luc.Pisc.34, Ep.Diog.8.8, Aret.CD 1.4.11.
II subst. τὸ ἀ. mansedumbre τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ = el no irritarse es, ciertamente, propio de un hombre sabio Plu.2.10b, cf. M.Ant.1.1, Arr.Epict.3.20.9.
III adv. ἀοργήτως, ἀοργητί = sin enfurecerse, mansamente ἀπολογηθῆναι ... ἀ. Arr.Epict.3.18.6, ἀ. ἀκούοντας Hierocl.in CA 12.5, cf. Luc.Demon.51.
German (Pape)
[Seite 272] der nicht in Zorn geräth, Gegensatz von ὀργίλος, Arist. Eth. Nic. 2, 7 Luc. Pisc. 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 indifférent;
2 doux, calme.
Étymologie: ἀ, ὀργάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀόργητος: незлобивый, невозмутимый Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόργητος: -ον, ὁ μὴ ὀργιζόμενος, ὁ μὴ ἔχων ὀργήν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 10: ― Ἐπὶ καλῆς σημασ., Πλούτ. 2. 10Β, κτλ. ― Ἐπίρρ. -της Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 18, 6.
Greek Monolingual
ἀόργητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί
2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -οργητος, εκτεταμένος τ. του -οργος (< οργή), κατά το άνοος -ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)].
Greek Monotonic
ἀόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που δεν είναι δυνατόν να καταληφθεί από οργή, πράος, σε Αριστ.