πλεοναχός: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonachos | |Transliteration C=pleonachos | ||
|Beta Code=pleonaxo/s | |Beta Code=pleonaxo/s | ||
|Definition= | |Definition=πλεοναχή, πλεοναχόν, [[manifold]], γενέσεως [[αἰτία]] Epicur.Ep.2p.36U.; [[κατὰ πλεοναχὸν τρόπον]] ibid.; τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου ib.p.41 U.; [[τὸ πλεοναχὸν]] τὸ τῆς [[ῥητορική|ῥητορικῆς]] = [[diversity]], Phld.Rh.1.50 S.:—elsewhere only Adv. [[πλεοναχῶς]] = [[in various ways]] or [[in various senses]], λέγεσθαι Arist. APo.89a28, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.; π. [[ἐτυμολογεῖν]] Str.10.3.8: also [[πλειοναχῶς]], Iamb. Comm.Math.p.93 F. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] [[mehrfach]]; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] [[mehrfach]]; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[multiple]].<br />'''Étymologie:''' [[πλέων]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλεονᾰχός:''' [[многообразный]], [[многоразличный]] ([[τρόπος]] Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεονᾰχός''': -όν, πολλαπλοῦς, [[παντοῖος]], κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου [[αὐτόθι]], 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ. | |lstext='''πλεονᾰχός''': -όν, πολλαπλοῦς, [[παντοῖος]], κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου [[αὐτόθι]], 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους ή [[λογής]], [[παντοειδής]], [[ποικίλος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεοναχόν</i><br /><i>η</i> [[ποικιλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεοναχῶς</i> και [[πλειοναχῶς]] Α<br />με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάθε]] είδους ή [[λογής]], [[παντοειδής]], [[ποικίλος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πλεοναχόν</i><br /><i>η</i> [[ποικιλία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλεοναχῶς</i> και [[πλειοναχῶς]] Α<br />με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῖν», Στραβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλέον]], ουδ. του [[πλείων]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- (<b>βλ.</b> [[πανταχώς]], [[πανταχού]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
πλεοναχή, πλεοναχόν, manifold, γενέσεως αἰτία Epicur.Ep.2p.36U.; κατὰ πλεοναχὸν τρόπον ibid.; τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου ib.p.41 U.; τὸ πλεοναχὸν τὸ τῆς ῥητορικῆς = diversity, Phld.Rh.1.50 S.:—elsewhere only Adv. πλεοναχῶς = in various ways or in various senses, λέγεσθαι Arist. APo.89a28, EN1125b14, 1129a25, Epicur.Ep.1p.29U., al.; π. ἐτυμολογεῖν Str.10.3.8: also πλειοναχῶς, Iamb. Comm.Math.p.93 F.
German (Pape)
[Seite 630] mehrfach; Epicur. bei Diog. L. 10, 87. 95; adv., πλεοναχῶς, auf mehrere Arten, Epic. bei Diog. L. 10, 78. 80, Arist. part. an. 2. 2 u. öfter, topic. 1, 13 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
multiple.
Étymologie: πλέων.
Russian (Dvoretsky)
πλεονᾰχός: многообразный, многоразличный (τρόπος Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
πλεονᾰχός: -όν, πολλαπλοῦς, παντοῖος, κατὰ πλεοναχὸν τρόπον Διογ. Λ. 10. 87· τοῦ πλεοναχοῦ τρόπου αὐτόθι, 95· ― ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπίρρ. πλεοναχῶς, κατὰ πολλοὺς τρόπους, Ἀριστ. π. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 6, Ἠθ. Ν. 4. 4, 4., 5, 1. 6, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 78, 80, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. ο κάθε είδους ή λογής, παντοειδής, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεοναχόν
η ποικιλία.
επίρρ...
πλεοναχῶς και πλειοναχῶς Α
με πολλούς τρόπους ή με διαφορετικές έννοιες («πλεοναχῶς ἐτυμολογεῖν», Στραβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (βλ. πανταχώς, πανταχού)].