ποσότης: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=posotis | |Transliteration C=posotis | ||
|Beta Code=poso/ths | |Beta Code=poso/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, < | |Definition=-ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[quantity]], freq. in plural, Arist.Metaph.1028a19, Longin.2.2, S.E.P.1.129: sg., Plb.16.12.10, Vitr.1.2.2, Ph.1.9, al., Longin.12.1, CIG2712 (Mylasa), etc.<br><span class="bld">II</span> [[amount]], [[sum of money]], IG14.956A11 (Rome, iv A. D.), BGU412.12 (iv A.D.).<br><span class="bld">III</span> [[quantity]] of [[syllable]]s, v.l.in An.Ox.3.282; [[number]], στοιχείων Longin. Proll.Heph.p.87C. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποσότης:''' ητος ἡ [[πόσος]] количество Arst., Polyb., Sext. | |elrutext='''ποσότης:''' ητος ἡ [[πόσος]] количество Arst., Polyb., Sext. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ποσότης]], -ητος, ΝΜΑ [[ποσός]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] μπορεί να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται [[αυξομείωση]] (α. «[[ποσότητα]] χρημάτων» β. «[[εισαγωγή]] ειδών διατροφής σε μεγάλες ποσότητες»)<br /><b>2.</b> ο [[χρόνος]] διάρκειας τών φθόγγων, η [[ιδιότητα]] των συλλαβών να [[είναι]] μακρόχρονες ή βραχύχρονες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ποσότητα]] ηλεκτρισμού» — παλαιότερη [[ονομασία]] του ηλεκτρικού φορτίου<br />β) «[[ποσότητα]] θερμότητας»<br /><b>φυσ.</b> η θερμική [[ενέργεια]] που περιέχεται σε ένα υλικό [[σύστημα]]<br />γ) «[[ποσότητα]] κίνησης σώματος»<br /><b>(μηχαν.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ορμής<br />δ) «[[ποσότητα]] φωτός»<br /><b>φυσ.</b> το γινόμενο της φωτεινής έντασης μιας πηγής επί τον χρόνο εκπομπής της πηγής<br /><b>αρχ.</b><br />[[αριθμός]], [[πλήθος]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[quantity]]=== | |||
Albanian: sasi; Arabic: كَمِّيَّة, مِقْدَار, قدر; Armenian: քանակ; Asturian: cantidá; Avar: къадар; Azerbaijani: kəmiyyət, miqdar; Bashkir: һан, миҡдар; Basque: kantitatea; Belarusian: колькасць; Bengali: পরিমাণ; Bulgarian: количество; Burmese: အရေအတွက်; Catalan: quantitat; Chinese Mandarin: 數量, 数量, 量, 數字, 数字, 數目, 数目, 分量; Min Nan: 數量, 数量; Czech: množství; Danish: kvantitet; Dutch: [[hoeveelheid]], [[kwantiteit]]; Estonian: kogus, kvantiteet; Finnish: määrä; French: [[quantité]]; Galician: cantidade; Georgian: რაოდენობა, ოდენობა; German: [[Quantität]], [[Menge]]; Greek: [[ποσότητα]]; Ancient Greek: [[ποσότης]]; Hebrew: כַּמוּת; Hindi: मात्रा, परिमाण; Hungarian: mennyiség; Icelandic: magn; Ido: quanteso; Indonesian: kuantitas, jumlah; Interlingua: quantitate; Irish: cainníocht; Italian: [[grandezza]], [[quantità]]; Japanese: 量, 数量, 分量; Kazakh: сан; Khmer: ចំនួន; Korean: 양(量), 량(量), 수량(數量), 분량(分量); Kurdish Central Kurdish: چەندیەتی; Kyrgyz: сан; Lao: ປະລິມານ; Latin: [[quantitas]]; Latvian: daudzums; Lithuanian: kiekis; Macedonian: количина, количество; Malay: kuantiti, jumlah; Malayalam: അളവ്; Maori: rahinga; Mongolian Cyrillic: тоо хэмжээ; Norwegian Bokmål: kvantitet; Persian: کمیت, مقدار; Polish: ilość, wielkość; Portuguese: [[quantidade]]; Romanian: cantitate; Russian: [[количество]]; Serbo-Croatian Cyrillic: количѝна, квантитета; Roman: količìna, kvantitéta; Slovak: množstvo; Slovene: količina, kvantiteta; Spanish: [[cantidad]]; Swedish: kvantitet; Tajik: шумора, миқдор; Tatar: сан; Telugu: పరిమాణము; Thai: ปริมาณ; Turkish: miktar; Turkmen: san, mukdar; Ukrainian: кі́лькість; Urdu: مقدار; Uyghur: سان, مىقدار; Uzbek: son, miqdor; Vietnamese: lượng, số lượng; Walloon: cwantité; Zazaki: miktar | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A quantity, freq. in plural, Arist.Metaph.1028a19, Longin.2.2, S.E.P.1.129: sg., Plb.16.12.10, Vitr.1.2.2, Ph.1.9, al., Longin.12.1, CIG2712 (Mylasa), etc.
II amount, sum of money, IG14.956A11 (Rome, iv A. D.), BGU412.12 (iv A.D.).
III quantity of syllables, v.l.in An.Ox.3.282; number, στοιχείων Longin. Proll.Heph.p.87C.
German (Pape)
[Seite 687] ητος, ἡ, Größe nach Zahl od. Maaß, Quantität, Pol. 16, 12, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποσότης: -ητος, ἡ, τὸ ποσόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1. 2· ἐν τῷ πληθ., ποσά, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 129, Λογγῖν. 2.
Russian (Dvoretsky)
ποσότης: ητος ἡ πόσος количество Arst., Polyb., Sext.
Greek Monolingual
η / ποσότης, -ητος, ΝΜΑ ποσός
1. οτιδήποτε μπορεί να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται αυξομείωση (α. «ποσότητα χρημάτων» β. «εισαγωγή ειδών διατροφής σε μεγάλες ποσότητες»)
2. ο χρόνος διάρκειας τών φθόγγων, η ιδιότητα των συλλαβών να είναι μακρόχρονες ή βραχύχρονες
νεοελλ.
φρ. α) «ποσότητα ηλεκτρισμού» — παλαιότερη ονομασία του ηλεκτρικού φορτίου
β) «ποσότητα θερμότητας»
φυσ. η θερμική ενέργεια που περιέχεται σε ένα υλικό σύστημα
γ) «ποσότητα κίνησης σώματος»
(μηχαν.) άλλη ονομασία της ορμής
δ) «ποσότητα φωτός»
φυσ. το γινόμενο της φωτεινής έντασης μιας πηγής επί τον χρόνο εκπομπής της πηγής
αρχ.
αριθμός, πλήθος.
Translations
quantity
Albanian: sasi; Arabic: كَمِّيَّة, مِقْدَار, قدر; Armenian: քանակ; Asturian: cantidá; Avar: къадар; Azerbaijani: kəmiyyət, miqdar; Bashkir: һан, миҡдар; Basque: kantitatea; Belarusian: колькасць; Bengali: পরিমাণ; Bulgarian: количество; Burmese: အရေအတွက်; Catalan: quantitat; Chinese Mandarin: 數量, 数量, 量, 數字, 数字, 數目, 数目, 分量; Min Nan: 數量, 数量; Czech: množství; Danish: kvantitet; Dutch: hoeveelheid, kwantiteit; Estonian: kogus, kvantiteet; Finnish: määrä; French: quantité; Galician: cantidade; Georgian: რაოდენობა, ოდენობა; German: Quantität, Menge; Greek: ποσότητα; Ancient Greek: ποσότης; Hebrew: כַּמוּת; Hindi: मात्रा, परिमाण; Hungarian: mennyiség; Icelandic: magn; Ido: quanteso; Indonesian: kuantitas, jumlah; Interlingua: quantitate; Irish: cainníocht; Italian: grandezza, quantità; Japanese: 量, 数量, 分量; Kazakh: сан; Khmer: ចំនួន; Korean: 양(量), 량(量), 수량(數量), 분량(分量); Kurdish Central Kurdish: چەندیەتی; Kyrgyz: сан; Lao: ປະລິມານ; Latin: quantitas; Latvian: daudzums; Lithuanian: kiekis; Macedonian: количина, количество; Malay: kuantiti, jumlah; Malayalam: അളവ്; Maori: rahinga; Mongolian Cyrillic: тоо хэмжээ; Norwegian Bokmål: kvantitet; Persian: کمیت, مقدار; Polish: ilość, wielkość; Portuguese: quantidade; Romanian: cantitate; Russian: количество; Serbo-Croatian Cyrillic: количѝна, квантитета; Roman: količìna, kvantitéta; Slovak: množstvo; Slovene: količina, kvantiteta; Spanish: cantidad; Swedish: kvantitet; Tajik: шумора, миқдор; Tatar: сан; Telugu: పరిమాణము; Thai: ปริมาณ; Turkish: miktar; Turkmen: san, mukdar; Ukrainian: кі́лькість; Urdu: مقدار; Uyghur: سان, مىقدار; Uzbek: son, miqdor; Vietnamese: lượng, số lượng; Walloon: cwantité; Zazaki: miktar