ἀρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arrepis
|Transliteration C=arrepis
|Beta Code=a)rreph/s
|Beta Code=a)rreph/s
|Definition=ές, of a balance, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclining to neither side</b>: hence, <b class="b2">without weight</b> or <b class="b2">influence</b>, ἀρρεπὲς πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, cf. 1015a; <b class="b2">insignificant</b>, Stoic.3.35; <b class="b2">firm, unwavering</b>, of <b class="b3">ἰσότης</b>, ib.159, <span class="bibl">Dam. <span class="title">Pr.</span>283</span>. Adv. -πῶς <span class="bibl">Ph.1.409</span>, Hierocl.<span class="bibl">p.31</span> A.:—also ἀρρεν-πί, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span> 256</span>.</span>
|Definition=ἀρρεπές, of a balance, [[inclining to neither side]]: hence, [[without weight]] or [[influence]], ἀρρεπὲς πρὸς [[εὐδαιμονία]]ν Plu.2.1070a, cf. 1015a; [[insignificant]], Stoic.3.35; [[firm]], [[unwavering]], of [[ἰσότης]], ib.159, Dam. ''Pr.''283. Adv. [[ἀρρεπῶς]] = [[without wavering]], [[steadfastly]] Ph.1.409, Hierocl.p.31 A.:—also [[ἀρρεπί]], Hdn.''Epim.'' 256.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀρρεπής''': -ές, [[κυρίως]] ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ πρὸς μηδέτερον [[μέρος]] ῥέπουσα· [[ἐντεῦθεν]], ὁ μὴ ἔχων σημασίαν τινὰ ἢ βαρύτητα, ὁ μὴ συντελῶν εἴς τι, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ [[αὐτοῦ]] καὶ ἀρρεπὲς Πλούτ. 1015Α· τὸ ἀγαθὸν ἀρρεπὲς ποιοῦσι καὶ ἀμαυρὸν ὁ αὐτ. 10628· ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν ὁ αὐτ. 2. 1070Α· [[σταθερός]], [[ἀμετάβλητος]], αδιάσειστος, γνώμῃ ἀνενδότῳ καὶ ἀρρεπεῖ Φίλων 2. 25. 34. ― Ἐπίρρ. ἀρρεπῶς Κλήμ. Ἀλ. 60· ― [[ὡσαύτως]], ἀρρεπὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμερ. 256.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no inclinado a ningún lado]] ἡ καμπὴ ... οὐδ' ἀ. Gal.2.266, μόναι γὰρ αἱ (ἀποφύσεις) κατὰ τὸν δέκατον ἀρρεπεῖς εἰσι Gal.2.760<br /><b class="num">•</b>fig. [[irrelevante]] ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ [[αὑτοῦ]] καὶ ἀρρεπές la falta de [[calidad]], la inercia y la no tendencia hacia alguna cosa</i> Plu.2.1015a, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.35.<br /><b class="num">2</b> [[firme]], [[inalterable]] de abstr., de una igualdad, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.159, ὑπεροχή Dam.<i>in Prm</i>.283, γνώμη Ph.2.25.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀρρεπῶς]] = [[firmemente]], [[equilibradamente]] [[ἀρρεπῶς]] ἱδρῦσθαι Ph.1.409, . ἴσχει Hierocl.p.31, cf. Hsch.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ne penche ni d’un côté ni de l’autre, indifférent.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ῥέπω]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui ne penche ni d'un côté ni de l'autre]], [[indifférent]].<br />'''Étymologie:''' [[]], [[ῥέπω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, eigtl. von der [[Waage]], <i>sich [[nirgendwohin]] [[neigend]]</i>; übertragen, <i>[[unveränderlich]]; ohne merklichen [[Ausschlag]], [[unbemerkbar]]</i>, Plut. πρὸς εὐδαιμονίαν, [[nichts]] zur [[Glückseligkeit]] [[beitragend]], <i>adv. Stoic</i>. 23.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρεπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[безразличный]], [[неопределенный]] ([[ἄποιος]] καὶ ἀ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[не имеющий значения]] (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no inclinado a ningún lado]] ἡ καμπὴ ... οὐδ' ἀ. Gal.2.266, μόναι γὰρ αἱ (ἀποφύσεις) κατὰ τὸν δέκατον ἀρρεπεῖς εἰσι Gal.2.760<br /><b class="num">•</b>fig. [[irrelevante]] ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ [[αὑτοῦ]] καὶ ἀρρεπές la falta de calidad, la inercia y la no tendencia hacia alguna cosa</i> Plu.2.1015a, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.35.<br /><b class="num">2</b> [[firme]], [[inalterable]] de abstr., de una igualdad, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.159, ὑπεροχή Dam.<i>in Prm</i>.283, γνώμη Ph.2.25.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[firmemente]], [[equilibradamente]] ἀ. ἱδρῦσθαι Ph.1.409, ἀ. ἴσχει Hierocl.p.31, cf. Hsch.
|lstext='''ἀρρεπής''': -ές, [[κυρίως]] ἐπὶ πλάστιγγος, πρὸς μηδέτερον [[μέρος]] ῥέπουσα· [[ἐντεῦθεν]], ὁ μὴ ἔχων σημασίαν τινὰ ἢ βαρύτητα, ὁ μὴ συντελῶν εἴς τι, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀρρεπὲς Πλούτ. 1015Α· τὸ ἀγαθὸν ἀρρεπὲς ποιοῦσι καὶ ἀμαυρὸν ὁ αὐτ. 10628· ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν ὁ αὐτ. 2. 1070Α· [[σταθερός]], [[ἀμετάβλητος]], αδιάσειστος, γνώμῃ ἀνενδότῳ καὶ ἀρρεπεῖ Φίλων 2. 25. 34. ― Ἐπίρρ. ἀρρεπῶς Κλήμ. Ἀλ. 60· ― [[ὡσαύτως]], ἀρρεπὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμερ. 256.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρρεπής]], -ές (AM)<br />ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλάστιγγα]]) αυτός που δεν κλίνει [[ούτε]] [[προς]] το ένα [[ούτε]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[σημασία]] ή [[βαρύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιρρεπής]], <i>χαμαιρρεπής</i> <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀρρεπής]], -ές (AM)<br />ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλάστιγγα]]) αυτός που δεν κλίνει [[ούτε]] [[προς]] το ένα [[ούτε]] [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει [[καμιά]] [[σημασία]] ή [[βαρύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] ([[πρβλ]]. [[αμφιρρεπής]], <i>χαμαιρρεπής</i> <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρεπής Medium diacritics: ἀρρεπής Low diacritics: αρρεπής Capitals: ΑΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: arrepḗs Transliteration B: arrepēs Transliteration C: arrepis Beta Code: a)rreph/s

English (LSJ)

ἀρρεπές, of a balance, inclining to neither side: hence, without weight or influence, ἀρρεπὲς πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, cf. 1015a; insignificant, Stoic.3.35; firm, unwavering, of ἰσότης, ib.159, Dam. Pr.283. Adv. ἀρρεπῶς = without wavering, steadfastly Ph.1.409, Hierocl.p.31 A.:—also ἀρρεπί, Hdn.Epim. 256.

Spanish (DGE)

-ές
I 1no inclinado a ningún lado ἡ καμπὴ ... οὐδ' ἀ. Gal.2.266, μόναι γὰρ αἱ (ἀποφύσεις) κατὰ τὸν δέκατον ἀρρεπεῖς εἰσι Gal.2.760
fig. irrelevante ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν Plu.2.1070a, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὑτοῦ καὶ ἀρρεπές la falta de calidad, la inercia y la no tendencia hacia alguna cosa Plu.2.1015a, cf. Chrysipp.Stoic.3.35.
2 firme, inalterable de abstr., de una igualdad, Chrysipp.Stoic.3.159, ὑπεροχή Dam.in Prm.283, γνώμη Ph.2.25.
II adv. ἀρρεπῶς = firmemente, equilibradamente ἀρρεπῶς ἱδρῦσθαι Ph.1.409, ἀ. ἴσχει Hierocl.p.31, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne penche ni d'un côté ni de l'autre, indifférent.
Étymologie: , ῥέπω.

German (Pape)

ές, eigtl. von der Waage, sich nirgendwohin neigend; übertragen, unveränderlich; ohne merklichen Ausschlag, unbemerkbar, Plut. πρὸς εὐδαιμονίαν, nichts zur Glückseligkeit beitragend, adv. Stoic. 23.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρεπής:
1 безразличный, неопределенный (ἄποιος καὶ ἀ. Plut.);
2 не имеющий значения (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρεπής: -ές, κυρίως ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ πρὸς μηδέτερον μέρος ῥέπουσα· ἐντεῦθεν, ὁ μὴ ἔχων σημασίαν τινὰ ἢ βαρύτητα, ὁ μὴ συντελῶν εἴς τι, τὸ ἄποιον καὶ ἀργὸν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀρρεπὲς Πλούτ. 1015Α· τὸ ἀγαθὸν ἀρρεπὲς ποιοῦσι καὶ ἀμαυρὸν ὁ αὐτ. 10628· ἀρρεπῆ πρὸς εὐδαιμονίαν ὁ αὐτ. 2. 1070Α· σταθερός, ἀμετάβλητος, αδιάσειστος, γνώμῃ ἀνενδότῳ καὶ ἀρρεπεῖ Φίλων 2. 25. 34. ― Ἐπίρρ. ἀρρεπῶς Κλήμ. Ἀλ. 60· ― ὡσαύτως, ἀρρεπὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμερ. 256.

Greek Monolingual

ἀρρεπής, -ές (AM)
ο ακλόνητος, ο σταθερός
αρχ.
1. (για πλάστιγγα) αυτός που δεν κλίνει ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος
2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά σημασία ή βαρύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρεπής < ρέπω (πρβλ. αμφιρρεπής, χαμαιρρεπής κ.ά.)].