ἀτρεμής: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atremis
|Transliteration C=atremis
|Beta Code=a)tremh/s
|Beta Code=a)tremh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unmoved]], [[calm]], ἦτορ <span class="bibl">Parm.1.29</span>; θάλασσα <span class="bibl">Semon.7.37</span>; φάσματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>250c</span>; ὄμμα <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>8.3</span>: <b class="b3">[[ἀτρεμές]], τό,</b> [[calmness]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ages.</span>6.7</span>. Adv. [[ἀτρεμέως]] <span class="bibl">Thgn.978</span>; [[ἀτρεμέως]] ἔχειν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>3.17</span>.[[έ]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[stable]], [[firm]], δόρυ <span class="bibl">Plb.6.25.9</span>; ὁδοί <span class="bibl">Plu.<span class="title">CG</span>7</span>.</span>
|Definition=ἀτρεμές,<br><span class="bld">A</span> [[unmoved]], [[calm]], [[ἦτορ]] Parm.1.29; [[θάλασσα]] Semon.7.37; φάσματα Pl.Phdr.250c; ὄμμα X.Smp.8.3: [[ἀτρεμές]], τό, [[calmness]], Id.Ages.6.7. Adv. [[ἀτρεμέως]] Thgn.978; [[ἀτρεμέως]] ἔχειν Hp.Epid.3.17.έ.<br><span class="bld">II</span> [[stable]], [[firm]], [[δόρυ]] Plb.6.25.9; ὁδοί Plu.CG7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[firme]], [[inmóvil]] [[ὥσπερ]] [[θάλασσα]] πολλάκις μὲν ἀ. ἕστηκα Semon.8.37, ἀτρεμῆ ... φάσματα Pl.<i>Phdr</i>.250c, διὰ τὴν κατασκευὴν ἀτρεμοῦς καὶ στασίμου τοῦ δόρατος Plb.6.25.9.<br /><b class="num">2</b> [[tranquilo]], [[imperturbable]] ἦτορ Parm.B 1.29, τὸ ἐόν Parm.B 8.4, τὸ ὄμμα X.<i>Smp</i>.8.3, νοῦς Plot.3.2.2, cf. 6.9.5, τὸ εἶναι ὡς ἀτρεμὲς καὶ ταὐτόν Plot.3.7.5, cf. 11<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀτρεμές]] = [[calma]], [[tranquilidad]] X.<i>Ages</i>.6.7, Heraclit.<i>All</i>.20.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀτρεμέως]]<br /><b class="num">1</b> [[firmemente]] e.d. [[sin vacilar]] ὄφρα ... κεφαλὴν [[ἀτρεμέως]] [[προφέρω]] = [[mientras]] mantengo [[erguida]] la [[cabeza]]</i> Thgn.978.<br /><b class="num">2</b> [[tranquilamente]] ἀ. εἶχεν Hp.<i>Epid</i>.3.17.5, οὐδὲ ἐφρόνει, οὐκ [[ἀτρεμέως]] Hp.<i>Epid</i>.5.60, ὅ δέ σφεας ὀτρύνεσκεν ἦκα καὶ [[ἀτρεμέως]] ἐκβήμεναι Q.S.13.36.<br /><b class="num">3</b> [[ligeramente]] παρέκρουσεν [[ἀτρεμέως]] Hp.<i>Epid</i>.3.17.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] ές, nicht zitternd, ruhig, [[θρῆνος]] Eur. Herc. f. 1053; φάσματα Plat. Phaedr. 250 c; Pol. 6, 25; τὸ ἀτρεμές, die Ruhe, Xen. Ag. 6, 7. – Adv. [[ἀτρεμέως]], Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0388.png Seite 388]] ές, nicht zitternd, ruhig, [[θρῆνος]] Eur. Herc. f. 1053; φάσματα Plat. Phaedr. 250 c; Pol. 6, 25; τὸ ἀτρεμές, die Ruhe, Xen. Ag. 6, 7. – Adv. [[ἀτρεμέως]], Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui ne tremble pas]], [[immobile]], [[calme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τρέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρεμής:''' [[неподвижный]], [[спокойный]] (φάσματα Plat.; [[ὄμμα]] Xen.; [[δόρυ]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτρεμής''': -ές, ([[τρέμω]]) ὁ μὴ τρέμων, [[ἀτάραχος]], [[γαλήνιος]], [[θάλασσα]] Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 37· φάσματα Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· [[ὄμμα]] Ξεν. Συμπ. 8, 3· τὸ οὐδ. τὸ ἀτρεμὲς ὡς οὐσιαστ. [[ἀταραξία]], [[ἠρεμία]], ὁ αὐτ. Ἀγησ. 6, 7. Ἐπίρρ. [[ἀτρεμέως]] Θέογν. 978, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1101. ΙΙ. ἀτρεπής, ὁ μὴ ἔχων ἐκτροπὰς ἀλλ’ [[εὐθύς]], ἐπὶ ὁδῶν, εὐθεῖαι γὰρ ἤγοντο διὰ τῶν χωρίων ἀτρεμεῖς Πλουτ. Γ. Γράκχ. 7, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κορκῆ.
|lstext='''ἀτρεμής''': -ές, ([[τρέμω]]) ὁ μὴ τρέμων, [[ἀτάραχος]], [[γαλήνιος]], [[θάλασσα]] Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 37· φάσματα Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· [[ὄμμα]] Ξεν. Συμπ. 8, 3· τὸ οὐδ. τὸ ἀτρεμὲς ὡς οὐσιαστ. [[ἀταραξία]], [[ἠρεμία]], ὁ αὐτ. Ἀγησ. 6, 7. Ἐπίρρ. [[ἀτρεμέως]] Θέογν. 978, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1101. ΙΙ. ἀτρεπής, ὁ μὴ ἔχων ἐκτροπὰς ἀλλ’ [[εὐθύς]], ἐπὶ ὁδῶν, εὐθεῖαι γὰρ ἤγοντο διὰ τῶν χωρίων ἀτρεμεῖς Πλουτ. Γ. Γράκχ. 7, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κορκῆ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ne tremble pas, immobile, calme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τρέμω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[firme]], [[inmóvil]] ὥσπερ θάλασσα πολλάκις μὲν ἀ. ἕστηκα Semon.8.37, ἀτρεμῆ ... φάσματα Pl.<i>Phdr</i>.250c, διὰ τὴν κατασκευὴν ἀτρεμοῦς καὶ στασίμου τοῦ δόρατος Plb.6.25.9.<br /><b class="num">2</b> [[tranquilo]], [[imperturbable]] ἦτορ Parm.B 1.29, τὸ ἐόν Parm.B 8.4, τὸ ὄμμα X.<i>Smp</i>.8.3, νοῦς Plot.3.2.2, cf. 6.9.5, τὸ εἶναι ὡς ἀτρεμὲς καὶ ταὐτόν Plot.3.7.5, cf. 11<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[calma]], [[tranquilidad]] X.<i>Ages</i>.6.7, Heraclit.<i>All</i>.20.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀτρεμέως]]<br /><b class="num">1</b> [[firmemente]] e.d. [[sin vacilar]] ὄφρα ... κεφαλὴν ἀ. προφέρω mientras mantengo erguida la cabeza</i> Thgn.978.<br /><b class="num">2</b> [[tranquilamente]] ἀ. εἶχεν Hp.<i>Epid</i>.3.17.5, οὐδὲ ἐφρόνει, οὐκ ἀ. Hp.<i>Epid</i>.5.60, ὅ δέ σφεας ὀτρύνεσκεν ἦκα καὶ ἀ. ἐκβήμεναι Q.S.13.36.<br /><b class="num">3</b> [[ligeramente]] παρέκρουσεν ἀ. Hp.<i>Epid</i>.3.17.16.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρεμής:''' -ές ([[τρέμω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>ἀτρεμέως</i>, σε Θέογν.
|lsmtext='''ἀτρεμής:''' -ές ([[τρέμω]]), αυτός που δεν τρέμει, [[ακίνητος]], σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. <i>ἀτρεμέως</i>, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτρεμής:''' неподвижный, спокойный (φάσματα Plat.; [[ὄμμα]] Xen.; [[δόρυ]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμής Medium diacritics: ἀτρεμής Low diacritics: ατρεμής Capitals: ΑΤΡΕΜΗΣ
Transliteration A: atremḗs Transliteration B: atremēs Transliteration C: atremis Beta Code: a)tremh/s

English (LSJ)

ἀτρεμές,
A unmoved, calm, ἦτορ Parm.1.29; θάλασσα Semon.7.37; φάσματα Pl.Phdr.250c; ὄμμα X.Smp.8.3: ἀτρεμές, τό, calmness, Id.Ages.6.7. Adv. ἀτρεμέως Thgn.978; ἀτρεμέως ἔχειν Hp.Epid.3.17.έ.
II stable, firm, δόρυ Plb.6.25.9; ὁδοί Plu.CG7.

Spanish (DGE)

-ές
I 1firme, inmóvil ὥσπερ θάλασσα πολλάκις μὲν ἀ. ἕστηκα Semon.8.37, ἀτρεμῆ ... φάσματα Pl.Phdr.250c, διὰ τὴν κατασκευὴν ἀτρεμοῦς καὶ στασίμου τοῦ δόρατος Plb.6.25.9.
2 tranquilo, imperturbable ἦτορ Parm.B 1.29, τὸ ἐόν Parm.B 8.4, τὸ ὄμμα X.Smp.8.3, νοῦς Plot.3.2.2, cf. 6.9.5, τὸ εἶναι ὡς ἀτρεμὲς καὶ ταὐτόν Plot.3.7.5, cf. 11
subst. τὸ ἀτρεμές = calma, tranquilidad X.Ages.6.7, Heraclit.All.20.
II adv. ἀτρεμέως
1 firmemente e.d. sin vacilar ὄφρα ... κεφαλὴν ἀτρεμέως προφέρω = mientras mantengo erguida la cabeza Thgn.978.
2 tranquilamente ἀ. εἶχεν Hp.Epid.3.17.5, οὐδὲ ἐφρόνει, οὐκ ἀτρεμέως Hp.Epid.5.60, ὅ δέ σφεας ὀτρύνεσκεν ἦκα καὶ ἀτρεμέως ἐκβήμεναι Q.S.13.36.
3 ligeramente παρέκρουσεν ἀτρεμέως Hp.Epid.3.17.16.

German (Pape)

[Seite 388] ές, nicht zitternd, ruhig, θρῆνος Eur. Herc. f. 1053; φάσματα Plat. Phaedr. 250 c; Pol. 6, 25; τὸ ἀτρεμές, die Ruhe, Xen. Ag. 6, 7. – Adv. ἀτρεμέως, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne tremble pas, immobile, calme.
Étymologie: , τρέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμής: неподвижный, спокойный (φάσματα Plat.; ὄμμα Xen.; δόρυ Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμής: -ές, (τρέμω) ὁ μὴ τρέμων, ἀτάραχος, γαλήνιος, θάλασσα Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 37· φάσματα Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· ὄμμα Ξεν. Συμπ. 8, 3· τὸ οὐδ. τὸ ἀτρεμὲς ὡς οὐσιαστ. ἀταραξία, ἠρεμία, ὁ αὐτ. Ἀγησ. 6, 7. Ἐπίρρ. ἀτρεμέως Θέογν. 978, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1101. ΙΙ. ἀτρεπής, ὁ μὴ ἔχων ἐκτροπὰς ἀλλ’ εὐθύς, ἐπὶ ὁδῶν, εὐθεῖαι γὰρ ἤγοντο διὰ τῶν χωρίων ἀτρεμεῖς Πλουτ. Γ. Γράκχ. 7, ἔνθα ἴδε σημ. Κορκῆ.

Greek Monolingual

ἀτρεμής, -ές (AM) τρέμω
1. αυτός που δεν τρέμει, ακίνητος
2. ήρεμος, ατάραχος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτρεμές
ηρεμία, ησυχία.

Greek Monotonic

ἀτρεμής: -ές (τρέμω), αυτός που δεν τρέμει, ακίνητος, σε Πλάτ., Ξεν.· επίρρ. ἀτρεμέως, σε Θέογν.

Middle Liddell

τρέμω
not trembling, unmoved, Plat., Xen. adv. ἀτρεμέως Theogn.

English (Woodhouse)

calm, quiet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)