ὀλβοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olvodotis
|Transliteration C=olvodotis
|Beta Code=o)lbodo/ths
|Beta Code=o)lbodo/ths
|Definition=ου, Dor. [[ὀλβοδότας]], α, ὁ, [[giver of bliss]] or [[giver of wealth]], E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 ([[ὀλβιότα]] Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. [[ὀλβοδότις]], ιδος, ib.27.9.
|Definition=ὀλβοδότου, Dor. [[ὀλβοδότας]], α, ὁ, [[giver of bliss]] or [[giver of wealth]], E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 ([[ὀλβιότα]] Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. [[ὀλβοδότις]], ιδος, ib.27.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui procure le bonheur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβος]], [[δίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβοδότης:''' ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) [[податель счастья]] Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλβοδότης''': -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ [[ὀλβιοδώτης]], Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.
|lstext='''ὀλβοδότης''': -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ [[ὀλβιοδώτης]], Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui procure le bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβος]], [[δίδωμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλβοδότης:''' -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει [[ευδαιμονία]], [[αγαθά]] ή πλούτο, όπως το [[ὀλβιοδώτης]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀλβοδότης:''' -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει [[ευδαιμονία]], [[αγαθά]] ή πλούτο, όπως το [[ὀλβιοδώτης]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβοδότης:''' ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) [[податель счастья]] Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλβο-[[δότης]], ου,<br />[[giver]] of [[bliss]], of [[good]] or [[wealth]], like [[ὀλβιοδώτης]], Eur.
|mdlsjtxt=ὀλβο-[[δότης]], ου,<br />[[giver]] of [[bliss]], of [[good]] or [[wealth]], like [[ὀλβιοδώτης]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβοδότης Medium diacritics: ὀλβοδότης Low diacritics: ολβοδότης Capitals: ΟΛΒΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: olbodótēs Transliteration B: olbodotēs Transliteration C: olvodotis Beta Code: o)lbodo/ths

English (LSJ)

ὀλβοδότου, Dor. ὀλβοδότας, α, ὁ, giver of bliss or giver of wealth, E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 (ὀλβιότα Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. ὀλβοδότις, ιδος, ib.27.9.

German (Pape)

[Seite 318] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui procure le bonheur.
Étymologie: ὄλβος, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβοδότης: ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) податель счастья Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ ὀλβιοδώτης, Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.

Greek Monolingual

ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α)
αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθοδότης.

Greek Monotonic

ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει ευδαιμονία, αγαθά ή πλούτο, όπως το ὀλβιοδώτης, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀλβο-δότης, ου,
giver of bliss, of good or wealth, like ὀλβιοδώτης, Eur.