ἁλωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alonizo
|Transliteration C=alonizo
|Beta Code=a(lwni/zw
|Beta Code=a(lwni/zw
|Definition=<b class="b3">ἁλωνεύομαι</b>, Hsch.
|Definition=[[ἁλωνεύομαι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=[[trillar]], <i>Eu.Thom.A</i> 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλωνίζω''': ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[αὐλωνίζω]], ὃ ἴδε.
|lstext='''ἁλωνίζω''': ἐσφ. γραφ. ἀντὶ [[αὐλωνίζω]], ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἁλωνίζω]])<br />[[αποχωρίζω]] με [[τριβή]] στο [[αλώνι]] τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διώχνω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]], [[δέρνω]]<br /><b>3.</b> [[σπαταλώ]], [[ξοδεύω]] αλόγιστα<br /><b>4.</b> [[κάνω]] άνω-[[κάτω]], [[ενοχλώ]]<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι<br /><b>6.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με ανευθυνότητα, [[κάνω]] αυθαιρεσίες<br /><b>μσν.</b><br />[[αλωνεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>αλω</i>-<i>ν</i>-επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>αλω</i>- που απαντά και στο ουσ. [[άλως]], ο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνισιά]], [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]], [[αλωνιστής]], [[αλωνιστικός]], [[αλωνίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοθερίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλωνίζω Medium diacritics: ἁλωνίζω Low diacritics: αλωνίζω Capitals: ΑΛΩΝΙΖΩ
Transliteration A: halōnízō Transliteration B: halōnizō Transliteration C: alonizo Beta Code: a(lwni/zw

English (LSJ)

ἁλωνεύομαι, Hsch.

Spanish (DGE)

trillar, Eu.Thom.A 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.

German (Pape)

[Seite 113] VLL., auf der Tenne sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωνίζω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ αὐλωνίζω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἁλωνίζω)
αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους
νεοελλ.
1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια
2. χτυπώ, δέρνω
3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα
4. κάνω άνω-κάτω, ενοχλώ
5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι
6. συμπεριφέρομαι με ανευθυνότητα, κάνω αυθαιρεσίες
μσν.
αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. αλω-ν-επαυξημένη μορφή της ρίζας αλω- που απαντά και στο ουσ. άλως, ο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνισιά, αλώνισμα, αλωνισμός, αλωνιστής, αλωνιστικός, αλωνίστρα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοθερίζω].