δεράγχη: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deragchi
|Transliteration C=deragchi
|Beta Code=dera/gxh
|Beta Code=dera/gxh
|Definition=ἡ, (δέρη) [[collar]], AP6.109.3 (Antip.).
|Definition=ἡ, ([[δέρη]]) [[collar]], AP6.109.3 (Antip.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' [[δέρη]], [[ἄγχω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
|btext=ης (ἡ) :<br />[[collier]].<br />'''Étymologie:''' [[δέρη]], [[ἄγχω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δεράγχη -ης, ἡ [δέρη, ἄγχω] strop.
|elnltext=δεράγχη -ης, ἡ &#91;[[δέρη]], [[ἄγχω]]] [[strop]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεράγχη Medium diacritics: δεράγχη Low diacritics: δεράγχη Capitals: ΔΕΡΑΓΧΗ
Transliteration A: deránchē Transliteration B: deranchē Transliteration C: deragchi Beta Code: dera/gxh

English (LSJ)

ἡ, (δέρη) collar, AP6.109.3 (Antip.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
lazo para el cuello, dogal utilizado en la caza AP 6.109 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 548] ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
collier.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.
Syn. δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεράγχη -ης, ἡ [δέρη, ἄγχω] strop.

Russian (Dvoretsky)

δεράγχη:шейная петля, силок Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δεράγχη: ἡ, (δέρη) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, πνιγηρός, στενός, αὐτόθι 107.

Greek Monolingual

δεράγχη, η (Α)
βρόχος, θηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + -άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)].

Greek Monotonic

δεράγχη: ἡ (δέρη), περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.· δερ-αγχής, -ές (ἄγχω), πνιγηρός, στενός, σφικτός, στην ίδ.