πέταμαι: Difference between revisions
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πέταμαι zie πέτομαι. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:48, 25 August 2023
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 604] = πέτομαι; Pind. N. 6, 50 P. 8, 94; κάπνος ὀρόφους πέταται, Eur. Ion 90; πέτασσαι, Anacr. 24, 6; u. in späterer Prosa, wie S. Emp. adv. geom. 16; vgl. Luc. Pseudol. 29.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέταμαι zie πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
πέτᾰμαι: Pind. (только praes.) = πέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πέτᾰμαι: πέτομαι, ὃ ἴδε.
English (Slater)
πέτᾰμαι (πέταται: aor. πτάμεναι: πέτεται pro πέταται coni. Nauck, Schr.) fly, soar met. ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.90) πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν (N. 6.48) ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων) *fr. 107a. 4.* νεάνιδες πολλάκι ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν fr. 122. 4. test., Plato, Theaet., 173e, ἡ δὲ διάνοια πέτεται κατὰ Πίνδαρον τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ (v.l. πέταται) fr. 292.
Greek Monolingual
Α
βλ. πέτομαι.
Greek Monotonic
πέτᾰμαι: = πέτομαι, βλ. το επόμ.