ἆτος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atos | |Transliteration C=atos | ||
|Beta Code=a)=tos | |Beta Code=a)=tos | ||
|Definition= | |Definition=ἆτον, contr. for [[ἄατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ἆτος''': {ãtos}<br />'''Etymology''': aus [[ἄατος]] kontrahiert, s. d.<br />'''Page''' 1,180 | |ftr='''ἆτος''': {ãtos}<br />'''Etymology''': aus [[ἄατος]] kontrahiert, s. d.<br />'''Page''' 1,180 | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[insatiable]]=== | |||
Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: [[onverzadigbaar]]; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: [[insatiable]]; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: [[unersättlich]]; Greek: [[ακόρεστος]], [[ανεχόρταγος]], [[ανικανοποίητος]], [[αξεδίψαστος]], [[άπληστος]], [[αχόρταγος]], [[αχόρταστος]]; Ancient Greek: [[ἄατος]], [[ἆτος]], [[ἄβαρτος]], [[ἄβορος]], [[ἀεικενός]], [[ἀκόρεστος]], [[ἀκόρετος]], [[ἀκορής]], [[ἀκόρητος]], [[ἄμαργος]], [[ἄναλτος]], [[ἄπαυστος]], [[ἄπλειστος]], [[ἀπλήμων]], [[ἀπληστόκορος]], [[ἄπληστος]], [[ἀχόρταστος]], [[δυσχαλίνωτος]]; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: [[insaziabile]], [[incontentabile]]; Japanese: 飽くことを知らない; Lati: [[insatiabilis]]; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: [[insaciável]]; Russian: [[ненасытный]]; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: [[insaciable]]; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ἆτον, contr. for ἄατος.
Spanish (DGE)
v. 1 ἄατος.
German (Pape)
[Seite 388] zsgzgn aus ἄατος, unersättlich, πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: contr. de ἄατος.
English (Autenrieth)
(for ἄ-ᾶτος, ἄω): insatiable.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ. εαυτῴ επειδή προήλθαν από εού αυτού και εοί αυτῴ αντιστοίχως, είχαν το -α- μακρό, πράγμα που συνετέλεσε στην αποβολή του υποτακτικού φωνήεντος -υ- και στη δημιουργία των τ. εᾱτού και εᾱτώ. Στη συνέχεια έγινε και αιτ. εατόν αντί εαυτόν και αργότερα ατόν αντί εατόν, από την οποία προήλθε η ονομαστική ατός].
Greek Monotonic
ἆτος: -ον, συνηρ. αντί ἄατος.
Russian (Dvoretsky)
ἆτος: [стяж. к ἄατος не могущий насытиться (πολέμοιο, μάχης Hom.).
Frisk Etymological English
See also: ἄατος
Frisk Etymology German
ἆτος: {ãtos}
Etymology: aus ἄατος kontrahiert, s. d.
Page 1,180
Translations
insatiable
Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: onverzadigbaar; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Greek: ακόρεστος, ανεχόρταγος, ανικανοποίητος, αξεδίψαστος, άπληστος, αχόρταγος, αχόρταστος; Ancient Greek: ἄατος, ἆτος, ἄβαρτος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Lati: insatiabilis; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний