νεανιεύομαι: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(26) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neanieyomai | |Transliteration C=neanieyomai | ||
|Beta Code=neanieu/omai | |Beta Code=neanieu/omai | ||
|Definition=(Act. only in Hsch.), | |Definition=(Act. only in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), <span class="bld">A</span> fut. νεανιεύσομαι D.19.242: aor. ἐνεανιευσάμην Id.21.69:—Pass. (v. infr.):—to [[be a youth]], Ph.1.303, Poll. 2.20.<br><span class="bld">II</span> more freq., [[act like a hot-headed youth]], [[act wilfully]] or [[act wantonly]], [[swagger]], Ar.''Fr.''827, Lys ''Fr.''324 S.; <b class="b3">ν. εἰς τοὺς πολίτας</b> [[behave so]] towards... Isoc.20.17, cf. Hyp.''Eux.''27; ἐν τοῖς λόγοις [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 482c; νεανιευσάμενος εἰπεῖν [[with youthful insolence]], Plu.''Cic.''1:—Pass., <b class="b3">ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις</b> to all his [[wanton acts]], D. 21.18; τὰ ἐν τῇ βουλῇ νεανιευθέντα Plu.''Mar.''29.<br><span class="bld">2</span> make [[youthful]], i.e. [[bold]], [[promise]]s, c. Adj. neut., <b class="b3">ν. τοιοῦτον, ὡς</b>… D.19.194; οὐδ' ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδέν Id.21.69; μέχρι τοῦ λόγου ν. Luc.Bis Acc. 21: c. inf., [[undertake with youthful spirit]], Plu.''Dem.''3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[agir]] <i>ou</i> parler en jeune homme, <i>càd</i> avec hardiesse, fougue, imprudence;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> τὰ νεανιευθέντα PLUT <i>ou</i> τὰ νενεανιευμένα ISOCR traits de jeunesse, de fougue, d'imprudence.<br />'''Étymologie:''' [[νεανίας]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], <i>ein [[Jüngling]] sein</i>, gew. <i>[[jugendlich]] [[übereilt]]</i> oder <i>[[übermütig]], [[mutwillig]]</i> oder <i>[[leichtsinnig]] [[handeln]]</i>; Plat. <i>Phaedr</i>. 235a; δοκεῖς νεανιεύεσθαι ἐν τοῖς λόγοις, <i>Gorg</i>. 482c, vgl. 527d; ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον [[οὐδέν]], Dem. 21.69; im pass., ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέθηκεν, 21.18; Sp., wie Plut. <i>Mar</i>. 29, μακρὰ χαίρειν φράσας τοῖς ἐν τῇ βουλῇ νεανιευθεῖσι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεᾱνιεύομαι:''' поддаваться юношескому увлечению, т. е. действовать или говорить сгоряча, поступать необдуманно (ἐν τοῖς λόγοις Plat.): τὰ νεανιευθέντα Plut. и τὰ νενεανιευμένα Dem., Isocr. юношеские увлечения, необдуманные выходки, мальчишество. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεᾱνῐεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι Δημ. 416. 23: ἀόρ. ἐνεανιευσάμην [[αὐτόθι]]: - Παθ., ἴδε κατωτ.: ἀποθ. Εἶμαι ἐν τῇ νεανικῇ ἡλικίᾳ, | |lstext='''νεᾱνῐεύομαι''': μέλλ. -εύσομαι Δημ. 416. 23: ἀόρ. ἐνεανιευσάμην [[αὐτόθι]]: - Παθ., ἴδε κατωτ.: ἀποθ. Εἶμαι ἐν τῇ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Πολυδ. Β΄, 20· πρβλ. [[νεανισκεύομαι]]. ΙΙ. ἐν τῇ χρήσει ἀείποτε, [[πράττω]] ἢ φέρομαι νεανικῶς, προπετῶς, ἀσκέπτως, τολμηρῶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653· ν. εἴς τινα Ἰσοκρ. 398C, Ὑπερείδ. ὑπέρ Εὐξενίππ. 37· ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Γοργ. 482C· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτ., τοιοῦτον [[νεανιεύομαι]], δίδω τοιαύτας νεανικὰς ὑποσχέσεις, Δημ. 401. 24· οὐδ’ ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδὲν ὁ αὐτ. 536. 26· νεανιευσάμενος εἰπεῖν, μετὰ νεανικῆς αὐθαδείας, Πλουτ. Κικ. 1· - μετ’ ἀπαρ., ἐπιχειρῶ μετὰ νεανικοῦ πνεύματος, ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 3. - Παθ., ἐφ’ ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νεανεανιευμένοις, εἰς ὅλας τὰς νεανικάς του (ἀπερισκέπτους) πράξεις, Δημ. 520. 28· τὰ νεανιευθέντα Πλουτ. Μάρ. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύεται· νέου ἔργα πράττει ἢ καυχᾶται, ἢ μεγαλοφρονεῖ ἐπὶ ἀνδρείᾳ, κομπάζει [[κενῶς]], ἢ τολμᾷ». - Τὸ ἐνεργητ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύων· μειρακιευόμενος». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεανιεύομαι]] (Α) [[νεανίας]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι στη νεανική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[ανώριμος]], [[συμπεριφέρομαι]] με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό<br /><b>3.</b> [[δίνω]] τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]] να [[φέρω]] εις [[πέρας]] [[κάτι]] με νεανικό [[πνεύμα]], με [[τόλμη]], [[επιχειρώ]] [[κάτι]] παράτολμα<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. αορ. ή παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ νεανιευθέντα</i> και <i>τὰ νενεανιευμένα</i><br />νεανικές απερίσκεπτες πράξεις και [[λόγια]], παιδιαρίσματα<br /><b>6.</b> (σπαν. το ενεργ.) <i>νεανιεύω</i><br />α) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νεανιεύων<br />μειρακιευόμενος» <br />β) [[καθιστώ]] [[κάτι]] καινούργιο, [[ανανεώνω]]. | |mltxt=[[νεανιεύομαι]] (Α) [[νεανίας]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι στη νεανική [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[ανώριμος]], [[συμπεριφέρομαι]] με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό<br /><b>3.</b> [[δίνω]] τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]] να [[φέρω]] εις [[πέρας]] [[κάτι]] με νεανικό [[πνεύμα]], με [[τόλμη]], [[επιχειρώ]] [[κάτι]] παράτολμα<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. αορ. ή παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ νεανιευθέντα</i> και <i>τὰ νενεανιευμένα</i><br />νεανικές απερίσκεπτες πράξεις και [[λόγια]], παιδιαρίσματα<br /><b>6.</b> (σπαν. το ενεργ.) <i>νεανιεύω</i><br />α) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νεανιεύων<br />μειρακιευόμενος» <br />β) [[καθιστώ]] [[κάτι]] καινούργιο, [[ανανεώνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεᾱνῐεύομαι:''' ([[νεανίας]]), αποθ., με Μέσ. μέλ. <i>-εύσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐνεανιευσάμην</i>· Παθ. παρακ. <i>νενεανίευμαι</i> — Παθ., [[ενεργώ]] όπως [[ένας]] [[θερμοκέφαλος]] [[νεαρός]], [[ενεργώ]] απερίσκεπτα, [[φιλονικώ]], [[καυχιέμαι]], [[νεανιεύομαι]] ἐν τοῖς λόγοις, σε Πλάτ.· τοιοῦτον [[νεανιεύομαι]], [[δίνω]] τέτοιες νεανικές, δηλ. απερίσκεπτες υποσχέσεις, σε Δημ.· με απαρ., [[ριψοκινδυνεύω]] με νεανικό [[θάρρος]], [[επιχειρώ]] με νεανικό [[πνεύμα]], σε Πλούτ. — Παθ., <i>ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις</i>, σε όλες τις νεανικές, απερίσκεπτες ενέργειές του, σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νεᾱνῐεύομαι, [[νεανίας]]<br />Dep., to act like a hot-headed [[youth]], to act [[wantonly]], to [[brawl]], [[swagger]], Plat.; τοιοῦτον ν. to make [[such]] [[youthful]] promises, Dem.:—c. inf. to [[undertake]] with [[youthful]] [[spirit]], Plut.:—Pass., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις to all his [[wanton]] acts, Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:12, 25 August 2023
English (LSJ)
(Act. only in Hsch.), A fut. νεανιεύσομαι D.19.242: aor. ἐνεανιευσάμην Id.21.69:—Pass. (v. infr.):—to be a youth, Ph.1.303, Poll. 2.20.
II more freq., act like a hot-headed youth, act wilfully or act wantonly, swagger, Ar.Fr.827, Lys Fr.324 S.; ν. εἰς τοὺς πολίτας behave so towards... Isoc.20.17, cf. Hyp.Eux.27; ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg. 482c; νεανιευσάμενος εἰπεῖν with youthful insolence, Plu.Cic.1:—Pass., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις to all his wanton acts, D. 21.18; τὰ ἐν τῇ βουλῇ νεανιευθέντα Plu.Mar.29.
2 make youthful, i.e. bold, promises, c. Adj. neut., ν. τοιοῦτον, ὡς… D.19.194; οὐδ' ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδέν Id.21.69; μέχρι τοῦ λόγου ν. Luc.Bis Acc. 21: c. inf., undertake with youthful spirit, Plu.Dem.3.
French (Bailly abrégé)
1 agir ou parler en jeune homme, càd avec hardiesse, fougue, imprudence;
2 Pass. τὰ νεανιευθέντα PLUT ou τὰ νενεανιευμένα ISOCR traits de jeunesse, de fougue, d'imprudence.
Étymologie: νεανίας.
German (Pape)
[ᾱ], ein Jüngling sein, gew. jugendlich übereilt oder übermütig, mutwillig oder leichtsinnig handeln; Plat. Phaedr. 235a; δοκεῖς νεανιεύεσθαι ἐν τοῖς λόγοις, Gorg. 482c, vgl. 527d; ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδέν, Dem. 21.69; im pass., ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέθηκεν, 21.18; Sp., wie Plut. Mar. 29, μακρὰ χαίρειν φράσας τοῖς ἐν τῇ βουλῇ νεανιευθεῖσι.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱνιεύομαι: поддаваться юношескому увлечению, т. е. действовать или говорить сгоряча, поступать необдуманно (ἐν τοῖς λόγοις Plat.): τὰ νεανιευθέντα Plut. и τὰ νενεανιευμένα Dem., Isocr. юношеские увлечения, необдуманные выходки, мальчишество.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνῐεύομαι: μέλλ. -εύσομαι Δημ. 416. 23: ἀόρ. ἐνεανιευσάμην αὐτόθι: - Παθ., ἴδε κατωτ.: ἀποθ. Εἶμαι ἐν τῇ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Πολυδ. Β΄, 20· πρβλ. νεανισκεύομαι. ΙΙ. ἐν τῇ χρήσει ἀείποτε, πράττω ἢ φέρομαι νεανικῶς, προπετῶς, ἀσκέπτως, τολμηρῶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653· ν. εἴς τινα Ἰσοκρ. 398C, Ὑπερείδ. ὑπέρ Εὐξενίππ. 37· ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Γοργ. 482C· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτ., τοιοῦτον νεανιεύομαι, δίδω τοιαύτας νεανικὰς ὑποσχέσεις, Δημ. 401. 24· οὐδ’ ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδὲν ὁ αὐτ. 536. 26· νεανιευσάμενος εἰπεῖν, μετὰ νεανικῆς αὐθαδείας, Πλουτ. Κικ. 1· - μετ’ ἀπαρ., ἐπιχειρῶ μετὰ νεανικοῦ πνεύματος, ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 3. - Παθ., ἐφ’ ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νεανεανιευμένοις, εἰς ὅλας τὰς νεανικάς του (ἀπερισκέπτους) πράξεις, Δημ. 520. 28· τὰ νεανιευθέντα Πλουτ. Μάρ. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύεται· νέου ἔργα πράττει ἢ καυχᾶται, ἢ μεγαλοφρονεῖ ἐπὶ ἀνδρείᾳ, κομπάζει κενῶς, ἢ τολμᾷ». - Τὸ ἐνεργητ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύων· μειρακιευόμενος».
Greek Monolingual
νεανιεύομαι (Α) νεανίας
1. βρίσκομαι στη νεανική ηλικία
2. ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος, συμπεριφέρομαι με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό
3. δίνω τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις
4. αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι με νεανικό πνεύμα, με τόλμη, επιχειρώ κάτι παράτολμα
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. αορ. ή παρακμ. ως ουσ.) τὰ νεανιευθέντα και τὰ νενεανιευμένα
νεανικές απερίσκεπτες πράξεις και λόγια, παιδιαρίσματα
6. (σπαν. το ενεργ.) νεανιεύω
α) (κατά τον Ησύχ.) «νεανιεύων
μειρακιευόμενος»
β) καθιστώ κάτι καινούργιο, ανανεώνω.
Greek Monotonic
νεᾱνῐεύομαι: (νεανίας), αποθ., με Μέσ. μέλ. -εύσομαι· αόρ. αʹ ἐνεανιευσάμην· Παθ. παρακ. νενεανίευμαι — Παθ., ενεργώ όπως ένας θερμοκέφαλος νεαρός, ενεργώ απερίσκεπτα, φιλονικώ, καυχιέμαι, νεανιεύομαι ἐν τοῖς λόγοις, σε Πλάτ.· τοιοῦτον νεανιεύομαι, δίνω τέτοιες νεανικές, δηλ. απερίσκεπτες υποσχέσεις, σε Δημ.· με απαρ., ριψοκινδυνεύω με νεανικό θάρρος, επιχειρώ με νεανικό πνεύμα, σε Πλούτ. — Παθ., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις, σε όλες τις νεανικές, απερίσκεπτες ενέργειές του, σε Δημ.
Middle Liddell
νεᾱνῐεύομαι, νεανίας
Dep., to act like a hot-headed youth, to act wantonly, to brawl, swagger, Plat.; τοιοῦτον ν. to make such youthful promises, Dem.:—c. inf. to undertake with youthful spirit, Plut.:—Pass., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις to all his wanton acts, Dem.