πυρίκαυστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrikafstos
|Transliteration C=pyrikafstos
|Beta Code=puri/kaustos
|Beta Code=puri/kaustos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">burnt in fire</b>, <span class="bibl">Il. 13.564</span>, Plu.2.922a, <span class="bibl">Vett.Val.127.32</span>; in late Ep. πῠρί-καυτος, Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7.4, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>10.74</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">caused by a burn</b> (or <b class="b2">scald</b>, cf. Gal.13.384), <b class="b3">φλυκταινίδες ὥσπερ π</b>. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.1.1</span>; <b class="b3">π. [ἕλκη</b>] Dsc. 1.68.2, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>27</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>866a6</span>; later πυρίκαυτα ἕλκεα <span class="bibl">Aret. <span class="title">SA</span>1.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b3">πυρίκαυστον, τό</b>, <b class="b2">plaster for a burn</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.19.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ign.</span>38</span>; ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.525. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">inflammatory</b>, in the form <b class="b3">-καυτος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>85c</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Asin.</span>6</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">inflamed</b>, ὑπερῴα πυρίκαυτος <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>49(25).30</span>.</span>
|Definition=πυρίκαυστον,<br><span class="bld">A</span> [[burnt in fire]], Il. 13.564, Plu.2.922a, Vett.Val.127.32; in late Ep. [[πυρίκαυτος]], Epic. in ''Arch.Pap.''7.4, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 10.74, al.<br><span class="bld">2</span> [[caused by a burn]] (or [[scald]], cf. Gal.13.384), <b class="b3">φλυκταινίδες ὥσπερ π.</b> Hp.''Epid.''2.1.1; <b class="b3">π. [ἕλκη]</b> Dsc. 1.68.2, cf. Hp.''Fract.''27, Arist.''Pr.''866a6; later πυρίκαυτα ἕλκεα Aret. ''SA''1.9.<br><span class="bld">3</span> [[πυρίκαυστον]], τό, [[plaster for a burn]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.19.3, ''Ign.''38; ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.525.<br><span class="bld">II</span> [[inflammatory]], in the form -καυτος, Pl.''Ti.''85c, Luc.''Asin.''6, etc.<br><span class="bld">2</span> [[inflamed]], ὑπερῴα πυρίκαυτος Aristid.''Or.''49(25).30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0822.png Seite 822]] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; [[σκῶλος]], Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0822.png Seite 822]] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; [[σκῶλος]], Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πῠρίκαυστος''': -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες [[ὥσπερ]] π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον [[μέρος]] τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.).
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[brûlé par le feu]];<br /><b>2</b> [[causé par une brûlure]].<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], adj. verb. de [[καίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πυρίκαυ(σ)τος -ον &#91;[[πῦρ]], [[καίω]]] door verbranding veroorzaakt:; τραῦμα... πυρίκαυτον een brandwond Luc. 39.6; alg. brandend:. πυρίκαυτα νοσήματα ziekten met hoge koorts Plat. Tim. 85c.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> brûlé par le feu;<br /><b>2</b> causé par une brûlure.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], adj. verb. de [[καίω]].
|elrutext='''πῠρίκαυστος:''' (ρῐ) обожженный, обгоревший ([[σκῶλος]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πυρίκαυστος]], -ον, ΝΜΑ, και [[πυρίκαυτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που, έχει καεί στη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενείται από τη [[φωτιά]] («φλυκταινίδες [[ὥσπερ]] πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρίκαυστο</i><br />[[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]] για καμμένο [[τμήμα]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη [[φωτιά]] με [[αποτέλεσμα]] να γίνει πιο [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] στον τ. [[πυρίκαυτος]]) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον αὐτοῡ μοι παρεδρεύσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) αυτός που παρουσιάζει [[φλόγα]] («[[ὑπερῴα]] [[πυρίκαυτος]]», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>καυστος</i> / -<i>καυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καυστός]] / [[καυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιό</i>-<i>καυστος</i>, <i>νεό</i>-<i>καυ</i>- (<i>σ</i>)<i>τος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πυρίκαυστος]], -ον, ΝΜΑ, και [[πυρίκαυτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που, έχει καεί στη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενείται από τη [[φωτιά]] («φλυκταινίδες [[ὥσπερ]] πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρίκαυστο</i><br />[[έμπλαστρο]] ή [[αλοιφή]] για καμμένο [[τμήμα]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη [[φωτιά]] με [[αποτέλεσμα]] να γίνει πιο [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] στον τ. [[πυρίκαυτος]]) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον αὐτοῦ μοι παρεδρεύσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) αυτός που παρουσιάζει [[φλόγα]] («[[ὑπερῴα]] [[πυρίκαυτος]]», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>καυστος</i> / -<i>καυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καυστός]] / [[καυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιό</i>-<i>καυστος</i>, <i>νεό</i>-<i>καυ</i>- (<i>σ</i>)<i>τος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠρίκαυστος:''' -ον ή -καυτος, αυτός που έχει καεί στη [[φωτιά]], [[διάπυρος]], πυρακτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πῠρίκαυστος:''' -ον ή -καυτος, αυτός που έχει καεί στη [[φωτιά]], [[διάπυρος]], πυρακτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πῠρίκαυστος:''' (ρῐ) обожженный, обгоревший ([[σκῶλος]] Hom.).
|lstext='''πῠρίκαυστος''': -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες [[ὥσπερ]] π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον [[μέρος]] τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠρί-καυστος, ον,<br />or -καυτος, [[burnt]] in [[fire]], Il.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[πῦρ]] + [[καίω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[πῦρ]].
}}
}}

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίκαυστος Medium diacritics: πυρίκαυστος Low diacritics: πυρίκαυστος Capitals: ΠΥΡΙΚΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: pyríkaustos Transliteration B: pyrikaustos Transliteration C: pyrikafstos Beta Code: puri/kaustos

English (LSJ)

πυρίκαυστον,
A burnt in fire, Il. 13.564, Plu.2.922a, Vett.Val.127.32; in late Ep. πυρίκαυτος, Epic. in Arch.Pap.7.4, Nonn. D. 10.74, al.
2 caused by a burn (or scald, cf. Gal.13.384), φλυκταινίδες ὥσπερ π. Hp.Epid.2.1.1; π. [ἕλκη] Dsc. 1.68.2, cf. Hp.Fract.27, Arist.Pr.866a6; later πυρίκαυτα ἕλκεα Aret. SA1.9.
3 πυρίκαυστον, τό, plaster for a burn, Thphr. HP 9.19.3, Ign.38; ἡ π. ἔμπλαστρος Asclep. ap. Gal.13.525.
II inflammatory, in the form -καυτος, Pl.Ti.85c, Luc.Asin.6, etc.
2 inflamed, ὑπερῴα πυρίκαυτος Aristid.Or.49(25).30.

German (Pape)

[Seite 822] mit Feuer gebrannt, angebrannt u. gehärtet; σκῶλος, Il. 13, 564; Nonn. D. 7, 158; Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 brûlé par le feu;
2 causé par une brûlure.
Étymologie: πῦρ, adj. verb. de καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίκαυ(σ)τος -ον [πῦρ, καίω] door verbranding veroorzaakt:; τραῦμα... πυρίκαυτον een brandwond Luc. 39.6; alg. brandend:. πυρίκαυτα νοσήματα ziekten met hoge koorts Plat. Tim. 85c.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίκαυστος: (ρῐ) обожженный, обгоревший (σκῶλος Hom.).

English (Autenrieth)

(καίω): charred, Il. 13.564†.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυρίκαυστος, -ον, ΝΜΑ, και πυρίκαυτος, -ον, Α
1. αυτός που, έχει καεί στη φωτιά
2. αυτός που προξενείται από τη φωτιά («φλυκταινίδες ὥσπερ πυρίκαυστοι», Ιπποκρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πυρίκαυστο
έμπλαστρο ή αλοιφή για καμμένο τμήμα του σώματος
αρχ.
1. (ειδικά) αυτός που έχει καεί στη φωτιά με αποτέλεσμα να γίνει πιο σκληρός
2. (κυρίως στον τ. πυρίκαυτος) α) αυτός που εκπέμπει φλόγες, που αντανακλά μεγάλη θερμότητα («τραῡμα ἔχων πυρίκαυτον αὐτοῦ μοι παρεδρεύσεις», Λουκιαν.)
β) αυτός που παρουσιάζει φλόγαὑπερῴα πυρίκαυτος», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καυστος / -καυτος (< καυστός / καυτός < καίω), πρβλ. ηλιό-καυστος, νεό-καυ- (σ)τος].

Greek Monotonic

πῠρίκαυστος: -ον ή -καυτος, αυτός που έχει καεί στη φωτιά, διάπυρος, πυρακτωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίκαυστος: -ον, ὁ ἐν τῷ πυρὶ κεκαυμένος, Ἰλ. Ν. 563, Πλούτ. 2. 922Α. 2) ὁ ἐκ πυρὸς προξενούμενος, φλυκταινίδες ὥσπερ π. Ἱππ. 994D· ἕλκη π. Διοσκ. 1. 82 (81)· οὕτω μόνον τὰ πυρίκαυστα Ἱππ. 769Α, Ἀριστ. Προβλ. 1. 54, κτλ. 3) πυρίκαυστον, τό, ἔμπλαστρον ἢ ἀλοιφὴ διὰ κεκαυμένον μέρος τοῦ σώματος, Γαλην. ΙΙ. πεφλογισμένος, Πλάτ. Τίμ. 85C, ἐν τῷ τύπῳ -καυτος (ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Λουκ. ἐν Λουκ. ἢ Ὄνῳ 6, κτλ.).

Middle Liddell

πῠρί-καυστος, ον,
or -καυτος, burnt in fire, Il.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πῦρ + καίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.