προβλής: Difference between revisions
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
m (LSJ1 replacement) |
|||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provlis | |Transliteration C=provlis | ||
|Beta Code=problh/s | |Beta Code=problh/s | ||
|Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, | |Definition=ῆτος, ὁ, ἡ, [[thrown forward]], [[jutting out]], προβλῆτι σκοπέλῳ Il.2.396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16.407; στήλας τε προβλῆτας 12.259; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Od.5.405, cf. 10.89, 13.97, Archil.49 Diehl; [[προβλῆτες]], without subst., [[forelands]], [[headlands]], S.''Ph.''936; <b class="b3">τόν γε</b> (''[[sc.]]'' [[ποταμόν]]) εἴργουσιν π. Q.S.10.175: sg., Opp.''H.''5.252; <b class="b3">π. ἔπαλξις, ἐρίπνα</b>, ''AP''5.293.3 (Agath.), 7.147 (Arch.); π. γενειάς [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 15.8; <b class="b3">προσώπου π. γένυς</b> Ib.28.75; <b class="b3">γναθμοῖς π. ὀδόντες</b> ib.26.301: in later Prose, προβλῆτες λιμένων πύργοι [[LXX]] ''4 Ma.''13.6; λιμένες προβλῆσι λίθοις εἰς τὸ πέλαγος ἐξανεστηκότες Aristid.''Or.''25(43).3; ὀφρύες π. Aret. ''SD''2.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] ῆτος, vorgeworfen, vorspringend, hervorragend; προβλῆτι σκοπέλῳ, Il. 2, 396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος, 16, 407; ἀκταὶ προβλῆτες, neben σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405, vgl. 10, 89. 13, 97; auch στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, Il. 12, 259, vorn vorgesetzte Pfähle, Pallisaden; ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, steile Ufer, Soph. Phil. 924 (vgl. auch [[προβολή]]); u. sp. D. : ὥς τις [[ἔπαλξις]], Agath. 8 (V, 294); vgl. Archi. 18 (VII, 147); κατὰ προβλῆτος, Opp. Cyn. 5, 232, vgl. 2, 478; Qu. Sm. 10, 175. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] ῆτος, vorgeworfen, vorspringend, hervorragend; προβλῆτι σκοπέλῳ, Il. 2, 396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος, 16, 407; ἀκταὶ προβλῆτες, neben σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405, vgl. 10, 89. 13, 97; auch στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, Il. 12, 259, vorn vorgesetzte Pfähle, Pallisaden; ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, steile Ufer, Soph. Phil. 924 (vgl. auch [[προβολή]]); u. sp. D.: ὥς τις [[ἔπαλξις]], Agath. 8 (V, 294); vgl. Archi. 18 (VII, 147); κατὰ προβλῆτος, Opp. Cyn. 5, 232, vgl. 2, 478; Qu. Sm. 10, 175. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />jeté <i>ou</i> [[placé en avant]], [[qui s'avance en saillie]].<br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προβλής -ῆτος [προβάλλω] als adj. vooruitstekend; ook als subst. kaap. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''προβλής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1</b> [[выдающийся вперед]], [[выступающий]] ([[σκόπελος]], ἀκταί Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[торчащий наружу]] ([[στήλη]] Hom.).<br />ῆτος ἡ (''[[sc.]]'' [[πέτρα]] или [[ἀκτή]]) выступ, мыс Soph., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''προβλής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[προβάλλω]]), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· <i>προβλῆτες</i>, [[χωρίς]] ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ. | |lsmtext='''προβλής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[προβάλλω]]), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· <i>προβλῆτες</i>, [[χωρίς]] ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προβλής''': -ῆτος, ὁ, ἡ, προεκτεινόμενος, προέχων, ἐξέχων, προβλῆτι σκοπέλῳ Ἰλ. Β. 396· πέτρῃ ἐπὶ προβλῆτι Π. 407· στήλας τε προβλῆτας (ἴδε ἐν λέξ. [[στήλη]]) Μ. 259· ἔνθ’ ἀκταὶ προβλῆτες [[ἔσαν]] Ὀδ. Ε. 405, πρβλ. Κ. 89, Ν. 97· [[ὡσαύτως]] προβλῆτες, [[ἄνευ]] οὐσιαστ., ἄκραι, ἀκρωτήρια, Σοφ. Φιλ. 936, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 10. 175, καὶ ἐν τῷ ἑνικ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 252· πρ. [[ἔπαλξις]], ἐρίπνα, ὑπωρείη, κτλ., Ἀνθ. Π. 5. 294, 3., 7. 147, κτλ. ― Περὶ τοῦ [[πόντος]] προβλὴς ἐν Σοφ. Φιλ. 1455, ἴδε προβολὴ ΙΙ. 2 καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 39: | Line 39: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[cape]], [[headland]] | |woodrun=[[cape]], [[headland]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ῆτος (=ἀκρωτήριο πού εἰσχωρεῖ μέσα στή [[θάλασσα]]). Ἀπό τό [[προβάλλω]] → [[πρό]] + [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, thrown forward, jutting out, προβλῆτι σκοπέλῳ Il.2.396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι 16.407; στήλας τε προβλῆτας 12.259; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Od.5.405, cf. 10.89, 13.97, Archil.49 Diehl; προβλῆτες, without subst., forelands, headlands, S.Ph.936; τόν γε (sc. ποταμόν) εἴργουσιν π. Q.S.10.175: sg., Opp.H.5.252; π. ἔπαλξις, ἐρίπνα, AP5.293.3 (Agath.), 7.147 (Arch.); π. γενειάς Nonn. D. 15.8; προσώπου π. γένυς Ib.28.75; γναθμοῖς π. ὀδόντες ib.26.301: in later Prose, προβλῆτες λιμένων πύργοι LXX 4 Ma.13.6; λιμένες προβλῆσι λίθοις εἰς τὸ πέλαγος ἐξανεστηκότες Aristid.Or.25(43).3; ὀφρύες π. Aret. SD2.13.
German (Pape)
[Seite 712] ῆτος, vorgeworfen, vorspringend, hervorragend; προβλῆτι σκοπέλῳ, Il. 2, 396; πέτρῃ ἔπι προβλῆτι καθήμενος, 16, 407; ἀκταὶ προβλῆτες, neben σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405, vgl. 10, 89. 13, 97; auch στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, Il. 12, 259, vorn vorgesetzte Pfähle, Pallisaden; ὦ λιμένες, ὦ προβλῆτες, steile Ufer, Soph. Phil. 924 (vgl. auch προβολή); u. sp. D.: ὥς τις ἔπαλξις, Agath. 8 (V, 294); vgl. Archi. 18 (VII, 147); κατὰ προβλῆτος, Opp. Cyn. 5, 232, vgl. 2, 478; Qu. Sm. 10, 175.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
jeté ou placé en avant, qui s'avance en saillie.
Étymologie: προβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβλής -ῆτος [προβάλλω] als adj. vooruitstekend; ook als subst. kaap.
Russian (Dvoretsky)
προβλής: ῆτος adj.
1 выдающийся вперед, выступающий (σκόπελος, ἀκταί Hom.);
2 торчащий наружу (στήλη Hom.).
ῆτος ἡ (sc. πέτρα или ἀκτή) выступ, мыс Soph., Anth.
English (Autenrieth)
ῆτος (προβάλλω): projecting.
Greek Monolingual
-ῆτος, ὁ, ἡ, ΜΑ
βλ. προβλήτα.
Greek Monotonic
προβλής: -ῆτος, ὁ, ἡ (προβάλλω), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· προβλῆτες, χωρίς ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προβλής: -ῆτος, ὁ, ἡ, προεκτεινόμενος, προέχων, ἐξέχων, προβλῆτι σκοπέλῳ Ἰλ. Β. 396· πέτρῃ ἐπὶ προβλῆτι Π. 407· στήλας τε προβλῆτας (ἴδε ἐν λέξ. στήλη) Μ. 259· ἔνθ’ ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν Ὀδ. Ε. 405, πρβλ. Κ. 89, Ν. 97· ὡσαύτως προβλῆτες, ἄνευ οὐσιαστ., ἄκραι, ἀκρωτήρια, Σοφ. Φιλ. 936, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 10. 175, καὶ ἐν τῷ ἑνικ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 252· πρ. ἔπαλξις, ἐρίπνα, ὑπωρείη, κτλ., Ἀνθ. Π. 5. 294, 3., 7. 147, κτλ. ― Περὶ τοῦ πόντος προβλὴς ἐν Σοφ. Φιλ. 1455, ἴδε προβολὴ ΙΙ. 2 καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, προβάλλω
forestretching, jutting, Hom.: προβλῆτες, without Subst., forelands, headlands, Soph.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-ῆτος (=ἀκρωτήριο πού εἰσχωρεῖ μέσα στή θάλασσα). Ἀπό τό προβάλλω → πρό + βάλλω.