γνωμονικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gnomonikos | |Transliteration C=gnomonikos | ||
|Beta Code=gnwmoniko/s | |Beta Code=gnwmoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=γνωμονική, γνωμονικόν,<br><span class="bld">A</span> (γνώμων ''1'') [[judging by rule]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.2.10; [[fit to judge of]], [[skilled in]] a thing, τινός [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 467c, Iamb.''Myst.'' 3.27.<br><span class="bld">II</span> (γνώμων 11.2.a) of or [[concerning sun-dials]], θεωρήματα Hipparch. 1.9.8, cf. Str.1.1.20: <b class="b3">-κός, ὁ</b>, [[expert in sun-dials]], AP14.139, Gal.5.652, Procl.''Hyp.''5.54: ἡ [[γνωμονική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), the [[art of making them]], Vitr.1.3. Adv. [[γνωμονικῶς]] Str.2.1.35.<br><span class="bld">2</span> [[forming a]] [[γνώμων]] (11.2. c), τρίγωνα Iamb. ''in Nic.''p.71 P. Adv. [[γνωμονικῶς]] ib.p.77 P. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui connaît, habile à, expert en.<br />'''Étymologie:''' [[γνώμων]]. | |btext=ή, όν :<br />[[qui connaît]], [[habile à]], [[expert en]].<br />'''Étymologie:''' [[γνώμων]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γνωμονικός:''' <b class="num">II</b> ὁ знаток гномонов (см. [[γνώμων]] 5), т. е. астроном Anth.<br />сведущий, просвещенный ([[ἀνήρ]] Xen.; τῶν στρατειῶν Plat.). | |elrutext='''γνωμονικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[знаток гномонов]] (см. [[γνώμων]] 5), т. е. астроном Anth.<br />сведущий, просвещенный ([[ἀνήρ]] Xen.; τῶν στρατειῶν Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
γνωμονική, γνωμονικόν,
A (γνώμων 1) judging by rule, X.Mem.4.2.10; fit to judge of, skilled in a thing, τινός Pl.R. 467c, Iamb.Myst. 3.27.
II (γνώμων 11.2.a) of or concerning sun-dials, θεωρήματα Hipparch. 1.9.8, cf. Str.1.1.20: -κός, ὁ, expert in sun-dials, AP14.139, Gal.5.652, Procl.Hyp.5.54: ἡ γνωμονική (sc. τέχνη), the art of making them, Vitr.1.3. Adv. γνωμονικῶς Str.2.1.35.
2 forming a γνώμων (11.2. c), τρίγωνα Iamb. in Nic.p.71 P. Adv. γνωμονικῶς ib.p.77 P.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I de pers. experto en, conocedor de c. gen. γνωμονικοὶ τῶν στρατειῶν Pl.R.467c, γνωμονικοὶ ταύτης (θείας μαντικῆς) Iambl.Myst.3.27
•abs. experto, perito ἀνήρ X.Mem.4.2.10, cf. γνώμων I.
II 1propio de los relojes de sol θεωρήματα Hipparch.1.9.8, δι' ὀργάνων γνωμονικῶν ἢ διοπτρικῶν Str.2.1.35, cf. 1.1.20, 2.5.4, κατασκεύασμα Procl.Hyp.4.78.
2 geom. que forma un gnomon o escuadra (cf. γνώμων II 3) τρίγωνα Iambl.in Nic.71.
3 subst. ὁ γ. experto en relojes de sol γνωμονικῶν Διόδωρε μέγα κλέος AP 14.139 (Metrod.), cf. Gal.5.652, Procl.Hyp.4.54, SEG 36.1153 (Nicea)
•ἡ γ. el arte de hacer relojes de sol Vitr.1.3.1.
III adv. -ῶς
1 de manera gnomónica, e.e. en relación con la determinación por el reloj solar ὁ ... δι' Ἀθηνῶν παράλληλος γ. ληφθείς Str.2.1.35.
2 mat. de manera que forme un gnomon (cf. γνώμων II 5) εἴτε γ. δέοι περιτιθέναι τινὶ τὴν ἐπισωρείαν τῶν ἀρτίων Iambl.in Nic.77.
German (Pape)
[Seite 498] 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui connaît, habile à, expert en.
Étymologie: γνώμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνωμονικός -ή -όν γνώμων oordeelkundig, deskundig met gen. in iets. Plat. Resp. 467c.
Russian (Dvoretsky)
γνωμονικός: II ὁ знаток гномонов (см. γνώμων 5), т. е. астроном Anth.
сведущий, просвещенный (ἀνήρ Xen.; τῶν στρατειῶν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
γνωμονικός: -ή, -όν, (γνώμων Ι) ἁρμόδιος ὅπως παράσχῃ κρίσιν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2,10· πεπειραμένος, ἔμπειρος ἔν τινι πράγματι, τινος Πλάτ. Πολ. 467C. ΙΙ. (γνώμων ΙΙ) ὁ ἀνήκων ἢ ἔμπειρος εἰς γνώμονας ἢ ἡλιακὰ ὡρολόγια, Ἀνθ. Π. 14.139· ἡ γνωμονική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζοντος γνώμονας, Βιτρούβ. 1.3.― Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 87.
Greek Monolingual
γνωμονικός, -ή, -όν (Α) γνώμων
1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια
3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική)
η τέχνη της κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών.
Greek Monotonic
γνωμονικός: -ή, -όν (γνώμων I),
I. ικανός να εκδώσει γνωμάτευση, να σχηματίσει κρίση, σε Ξεν.· πεπειραμένος, έμπειρος σε ένα πράγμα, με γεν., σε Πλάτ.
II. (γνώμων II), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ηλιακά ρολόγια, σε Ανθ.
Middle Liddell
γνώμων
I. (γνώμων I) fit to give judgment, Xen.: experienced in a thing, c. gen., Plat.
II. (γνώμων II) of or for sun-dials, Anth.