λώτινος: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lotinos | |Transliteration C=lotinos | ||
|Beta Code=lw/tinos | |Beta Code=lw/tinos | ||
|Definition=η, ον, ( | |Definition=η, ον, ([[λωτός]] III. I)<br><span class="bld">A</span> [[lotus]], ξύλον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.2.9, 5.5.6; χόρτος ''PSI''4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76.<br><span class="bld">II</span> [[made of lotus-wood]], ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; <b class="b3">λ. αὐλοί</b> (cf. [[λωτός]] III. ''1'' a, b) Ath.4.182d: hence <b class="b3">λ. ἀηδόνες</b>, of flutes, E.''Fr.''931.<br><span class="bld">2</span> [[covered with lotus]], ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel.<br><span class="bld">3</span> [[made of the flowers of Nymphaea nelumbo]] (cf. [[λωτός]] II), στέφανος Ath.15.677d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] von Lotos gemacht, von Lotus; [[ξύλον]], Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; [[ἔργον]], Theocr. 24, 45. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] von Lotos gemacht, von Lotus; [[ξύλον]], Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; [[ἔργον]], Theocr. 24, 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />[[fait en bois de lotus]].<br />'''Étymologie:''' [[λωτός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λώτῐνος:''' [[сделанный из древесины лотоса]] ([[κολεός]] Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] μεγαλώνιμος). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λώτῐνος''': -η, -ον, ([[λωτὸς]]) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. | |lstext='''λώτῐνος''': -η, -ον, ([[λωτὸς]]) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39· [[κολεός]], μέγα λ. [[ἔργον]] Θεόκρ. 24. 45· λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας· τοὺς αὐλούς». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=<b>λώτῐνος</b> made of [[lotus]] [[wood]] αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λώτινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λωτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από το [[δένδρο]] [[λωτός]] («[[λώτινον]] [[ξύλον]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[κατάφυτος]] από λωτούς («λώτινοι ὄχθοι Ἀχέροντος», Σαπφ.)<br /><b>4.</b> ο κατασκευασμένος με γαλάζια [[άνθη]] της νυμφαίας λωτού («[[στέφανος]] [[λώτινος]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[λώτινον]]<br />[[ονομασία]] διαφόρων δένδρων και θάμνων της Λιβύης, αλλ. [[λωτός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «λώτιναι ἀηδόνες»<br /><b>μτφ.</b> οι αυλοί. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λώτῐνος:''' -η, -ον ([[λωτός]]), φτιαγμένος από [[ξύλο]] λωτού, σε Θεόκρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λώτῐνος, η, ον [[λωτός]]<br />made of [[lotus]]-[[wood]], Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, (λωτός III. I)
A lotus, ξύλον Thphr. HP 4.2.9, 5.5.6; χόρτος PSI4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76.
II made of lotus-wood, ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr.931.
2 covered with lotus, ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel.
3 made of the flowers of Nymphaea nelumbo (cf. λωτός II), στέφανος Ath.15.677d.
German (Pape)
[Seite 76] von Lotos gemacht, von Lotus; ξύλον, Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; ἔργον, Theocr. 24, 45.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait en bois de lotus.
Étymologie: λωτός.
Russian (Dvoretsky)
λώτῐνος: сделанный из древесины лотоса (κολεός Theocr. - v.l. μεγαλώνιμος).
Greek (Liddell-Scott)
λώτῐνος: -η, -ον, (λωτὸς) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39· κολεός, μέγα λ. ἔργον Θεόκρ. 24. 45· λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας· τοὺς αὐλούς».
English (Slater)
λώτῐνος made of lotus wood αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14.
Greek Monolingual
λώτινος, -ίνη, -ον (Α) λωτός
1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτός («λώτινον ξύλον», Θεόφρ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.)
3. ο κατάφυτος από λωτούς («λώτινοι ὄχθοι Ἀχέροντος», Σαπφ.)
4. ο κατασκευασμένος με γαλάζια άνθη της νυμφαίας λωτού («στέφανος λώτινος», Αθήν.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώτινον
ονομασία διαφόρων δένδρων και θάμνων της Λιβύης, αλλ. λωτός
6. φρ. «λώτιναι ἀηδόνες»
μτφ. οι αυλοί.
Greek Monotonic
λώτῐνος: -η, -ον (λωτός), φτιαγμένος από ξύλο λωτού, σε Θεόκρ.