μετώπιον: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metopion | |Transliteration C=metopion | ||
|Beta Code=metw/pion | |Beta Code=metw/pion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> = [[μέτωπον]], [[forehead]], Il.11.95,16.739.<br><span class="bld">2</span> [[façade]], ναοῦ ''SIG''282 ii 20 (Priene, iv B. C.).<br><span class="bld">3</span> [[margin]] of a book, Gal.17(1).634, Hdn.''Epim.''2, 159.<br><span class="bld">4</span> [[bandage for the forehead]], Gal. 18(1).803.<br><span class="bld">II</span> [[aromatic Egyptian ointment containing]] [[μέτωπον]] III, Dsc.1.59; [[containing oil of bitter almonds]], Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀμυγδάλινον ἔλαιον]], Dsc.1.33, ''Glossaria''; cf. [[νετώπιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[front]] ; bandeau sur le front, ligature au front;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> marge d'une feuille, bord d'une page;<br /><b>3</b> [[huile parfumée d'Égypte]].<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A = μέτωπον, forehead, Il.11.95,16.739.
2 façade, ναοῦ SIG282 ii 20 (Priene, iv B. C.).
3 margin of a book, Gal.17(1).634, Hdn.Epim.2, 159.
4 bandage for the forehead, Gal. 18(1).803.
II aromatic Egyptian ointment containing μέτωπον III, Dsc.1.59; containing oil of bitter almonds, Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20.
2 = ἀμυγδάλινον ἔλαιον, Dsc.1.33, Glossaria; cf. νετώπιον.
German (Pape)
[Seite 164] τό, 1) = μέτωπον, Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 front ; bandeau sur le front, ligature au front;
2 p. anal. marge d'une feuille, bord d'une page;
3 huile parfumée d'Égypte.
Étymologie: μέτωπον.
Russian (Dvoretsky)
μετώπιον: τό эп. = μέτωπον 1.
Greek (Liddell-Scott)
μετώπιον: τό, = μέτωπον, Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) ἐπίδεσμος διὰ τὸ μέτωπον, Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι μύρον τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. μέτωπον.
English (Autenrieth)
on the forehead, Il. 11.95 and Il. 16.739.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) μέτωπον
νεοελλ.
ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο της νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους
μσν.
μετωπιαίο διακοσμητικό του κράνους ή της μίτρας
μσν.-αρχ.
μέτωπο
αρχ.
1. πρόσοψη
2. επίδεσμος για το μέτωπο
3. κάλυμμα του μετώπου τών ίππων
4. περιθώριο σελίδας
5. αρωματικό ελαιώδες μύρο που περιείχε έλαιο πικραμυγδάλου και το οποίο χρησιμοποιούσαν ιδίως στην Αίγυπτο
6. έλαιο αμυγδάλου.
Greek Monotonic
μετώπιον: τό, = μέτωπον, το μέτωπο, σε Ομήρ. Ιλ.