στακτός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=staktos
|Transliteration C=staktos
|Beta Code=stakto/s
|Beta Code=stakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[oozing out in drops]], [[trickling]], [[distilling]], μύρα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>529</span>; σμύρνη <span class="bibl">Hp. <span class="title">Ulc.</span>12</span>, cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.4.10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Od.</span>29</span>, <span class="title">Edict.Diocl.Delph.</span>22; χυλοί <span class="bibl">Pl. <span class="title">Criti.</span>115a</span>; <b class="b3">σ. ἔλαιον</b> oil [[that runs off without pressing]], [[virgin]]-oil, <span class="title">Gp.</span> 7.12.20; <b class="b3">σ. ἅλμη</b> [[brine]], ib.20.46.5; <b class="b3">σ. κονία</b> lime-[[water]], ib.6.7.1 (but = [[lye]] from wood-ashes in Gal.13.569). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[στακτά]], [[τά]], perh. [[filtering vessels]], Ath.Med. ap. <span class="bibl">Orib.5.5.1</span>.</span>
|Definition=στακτή, στακτόν,<br><span class="bld">A</span> [[oozing out in drops]], [[trickling]], [[distilling]], μύρα Ar.''Pl.''529; σμύρνη Hp. ''Ulc.''12, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.4.10, ''Od.''29, ''Edict.Diocl.Delph.''22; χυλοί Pl. ''Criti.''115a; <b class="b3">σ. ἔλαιον</b> oil [[that runs off without pressing]], [[virgin]]-oil, ''Gp.'' 7.12.20; <b class="b3">σ. ἅλμη</b> [[brine]], ib.20.46.5; <b class="b3">σ. κονία</b> lime-[[water]], ib.6.7.1 (but = [[lye]] from wood-ashes in Gal.13.569).<br><span class="bld">2</span> [[στακτά]], τά, perhaps [[filtering vessels]], Ath.Med. ap. Orib.5.5.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; [[μύρον]], Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; [[ἔλαιον]], das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch [[στακτή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0928.png Seite 928]] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; [[μύρον]], Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; [[ἔλαιον]], das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch [[στακτή]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui coule goutte à goutte]].<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στακτός -ή -όν [στάζω] gedruppeld:. μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς parfumeren met druppels parfum Aristoph. Pl. 529; ἡ στακτή σμύρνη gomhars die uit de mirre-boom gedruppeld is: mirre-olie Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''στακτός:''' [adj. verb. к [[στάζω]] струящийся по каплям, капающий ([[μύρον]] Arph.; χυλοί Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.
|lstext='''στακτός''': -ή, -όν, ([[στάζω]]) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, [[μύρον]] Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν [[ἔλαιον]], τὸ ἐκρέον [[ἄνευ]] μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον [[ἔλαιον]] καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ [[στακτή]], Γεωπ. 7. 12, 20· στ. [[ἅλμη]] [[αὐτόθι]] 20. 46, 5· στ. [[κονία]], «ἀσβεστόνερον», [[αὐτόθι]] 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, [[ἴσως]] ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui coule goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[στάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στακτό [[κόμμι]]»<br /><b>χημ.</b> [[κόμμι]] που προέρχεται από ένα [[είδος]] γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως [[υδρόχρωμα]] και στη [[φαρμακευτική]] ως καθαρτικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῑς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν [[στακτή]], ἡ δὲ [[πλαστή]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[λάδι]]) αυτό που εκρέει μόνο του, [[χωρίς]] [[μηχανική]] [[πίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στακτὴ [[κονία]]» — η [[στακτή]], η [[αλισίβα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ στακτά</i><br />αγγεία [[κατάλληλα]] για [[διήθηση]].
|mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[στάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «στακτό [[κόμμι]]»<br /><b>χημ.</b> [[κόμμι]] που προέρχεται από ένα [[είδος]] γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως [[υδρόχρωμα]] και στη [[φαρμακευτική]] ως καθαρτικό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκρέει [[αργά]], [[σταγόνα]] [[σταγόνα]] (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν [[στακτή]], ἡ δὲ [[πλαστή]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για [[λάδι]]) αυτό που εκρέει μόνο του, [[χωρίς]] [[μηχανική]] [[πίεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «στακτὴ [[κονία]]» — η [[στακτή]], η [[αλισίβα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὰ στακτά</i><br />αγγεία [[κατάλληλα]] για [[διήθηση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''στακτός:''' -ή, -όν ([[στάζω]]), αυτός που ρέει [[αργά]] σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, [[ρευστός]], αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=στακτός -ή -όν [στάζω] gedruppeld:. μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς parfumeren met druppels parfum Aristoph. Pl. 529; ἡ στακτή σμύρνη gomhars die uit de mirre-boom gedruppeld is: mirre-olie Hp.
}}
{{elru
|elrutext='''στακτός:''' [adj. verb. к [[στάζω]] струящийся по каплям, капающий ([[μύρον]] Arph.; χυλοί Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στακτός]], ή, όν [[στάζω]]<br />oozing out in drops, trickling, dropping, distilling, Ar.
|mdlsjtxt=[[στακτός]], ή, όν [[στάζω]]<br />oozing out in drops, trickling, dropping, distilling, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στακτός Medium diacritics: στακτός Low diacritics: στακτός Capitals: ΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: staktós Transliteration B: staktos Transliteration C: staktos Beta Code: stakto/s

English (LSJ)

στακτή, στακτόν,
A oozing out in drops, trickling, distilling, μύρα Ar.Pl.529; σμύρνη Hp. Ulc.12, cf. Thphr. HP 9.4.10, Od.29, Edict.Diocl.Delph.22; χυλοί Pl. Criti.115a; σ. ἔλαιον oil that runs off without pressing, virgin-oil, Gp. 7.12.20; σ. ἅλμη brine, ib.20.46.5; σ. κονία lime-water, ib.6.7.1 (but = lye from wood-ashes in Gal.13.569).
2 στακτά, τά, perhaps filtering vessels, Ath.Med. ap. Orib.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 928] ttöpselnd, tropfenweise herausrinnend; dah. τὰ στακτά, Harze, Gummi, Balsam; μύρον, Ar. Plut. 529; χυλῶν στακτῶν, Plat Critia. 115 a; ἔλαιον, das von selbst auslaufende Oel. Vgl. auch στακτή.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui coule goutte à goutte.
Étymologie: στάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στακτός -ή -όν [στάζω] gedruppeld:. μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς parfumeren met druppels parfum Aristoph. Pl. 529; ἡ στακτή σμύρνη gomhars die uit de mirre-boom gedruppeld is: mirre-olie Hp.

Russian (Dvoretsky)

στακτός: [adj. verb. к στάζω струящийся по каплям, капающий (μύρον Arph.; χυλοί Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

στακτός: -ή, -όν, (στάζω) ὁ βραδέως ἐκρέων κατὰ σταγόνας, σταλάζων, ἀποστάζων, μύρον Ἀριστοφ. Πλ. 529· χυλοὶ Πλάτ. Κριτί. 115Α· στακτὸν ἔλαιον, τὸ ἐκρέον ἄνευ μηχανικῆς πιέσεως, παρθένον ἔλαιον καλούμενον, «διυλισμένον» Ἡσύχ., ὡς τὸ στακτή, Γεωπ. 7. 12, 20· στ. ἅλμη αὐτόθι 20. 46, 5· στ. κονία, «ἀσβεστόνερον», αὐτόθι 6. 7, 1. 2) στακτά, τά, ἴσως ἀγγεῖα χρήσιμα πρὸς διήθησιν, διυλιστικά, Ἀθήν. παρ’ Ὀρειβασ. 54 Matth.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΜΑ στάζω
νεοελλ.
φρ. «στακτό κόμμι»
χημ. κόμμι που προέρχεται από ένα είδος γαρκινίας που φύεται στην Ινδία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του αραβικού κόμμεος, ως υδρόχρωμα και στη φαρμακευτική ως καθαρτικό
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκρέει αργά, σταγόνα σταγόνα (α. «μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς», Αριστοφ.
β. «τῆς σμύρνης δὲ ἡ μὲν στακτή, ἡ δὲ πλαστή», Θεόφρ.)
2. (για λάδι) αυτό που εκρέει μόνο του, χωρίς μηχανική πίεση
3. φρ. «στακτὴ κονία» — η στακτή, η αλισίβα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ στακτά
αγγεία κατάλληλα για διήθηση.

Greek Monotonic

στακτός: -ή, -όν (στάζω), αυτός που ρέει αργά σε σταγόνες, που στάζει, που σταλάζει, που αποστάζει, ρευστός, αποσταγμένος, διυλισμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στακτός, ή, όν στάζω
oozing out in drops, trickling, dropping, distilling, Ar.