ὠμήλυσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omilysis
|Transliteration C=omilysis
|Beta Code=w)mh/lusis
|Beta Code=w)mh/lusis
|Definition=εως, ἡ, [[bruised meal of raw corn]], esp. barley or wheat (hence with [[κριθίνη]] or [[πυρίνη]] added), used for poultices, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span> 2.31</span>, <span class="bibl"><span class="title">Nat.Mul.</span>27</span>, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim, μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24, Arching. ap. Gal.12.675, <span class="title">Gp.</span>14.7.7. (Compd. of [[ὠμός]] and [[Αλῠσις]] 'grinding', cf. [[ἄλεσις]], [[ἀλέω]], [[ἄλευρον]], and foreg.; also perhaps OE. [[ealu]] 'ale':—the form <b class="b3">ὠμῆς λύσεως</b> by popular etymology: εἰρῆσθαι δὲ ὅτι οὐ φρυγόμενον ἀλήθεται <span class="title">AB</span>318.)
|Definition=-εως, ἡ, [[bruised meal of raw corn]], esp. barley or wheat (hence with [[κριθίνη]] or [[πυρίνη]] added), used for poultices, Hp.''Morb.'' 2.31, ''Nat.Mul.''27, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim, μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24, Arching. ap. Gal.12.675, ''Gp.''14.7.7. (Compd. of [[ὠμός]] and *[[ἄλυσις]] '[[grinding]]', cf. [[ἄλεσις]], [[ἀλέω]], [[ἄλευρον]], and [[ὠμήλυσις]]; also perhaps OE. ealu '[[ale]]':—the form <b class="b3">ὠμῆς λύσεως</b> by popular etymology: εἰρῆσθαι δὲ ὅτι οὐ φρυγόμενον ἀλήθεται ''AB''318.)
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμήλῠσις Medium diacritics: ὠμήλυσις Low diacritics: ωμήλυσις Capitals: ΩΜΗΛΥΣΙΣ
Transliteration A: ōmḗlysis Transliteration B: ōmēlysis Transliteration C: omilysis Beta Code: w)mh/lusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, bruised meal of raw corn, esp. barley or wheat (hence with κριθίνη or πυρίνη added), used for poultices, Hp.Morb. 2.31, Nat.Mul.27, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim, μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24, Arching. ap. Gal.12.675, Gp.14.7.7. (Compd. of ὠμός and *ἄλυσις 'grinding', cf. ἄλεσις, ἀλέω, ἄλευρον, and ὠμήλυσις; also perhaps OE. ealu 'ale':—the form ὠμῆς λύσεως by popular etymology: εἰρῆσθαι δὲ ὅτι οὐ φρυγόμενον ἀλήθεται AB318.)

Greek (Liddell-Scott)

ὠμήλῠσις: -εως, ἡ, ἀντὶ ὠμὴ λύσις (ὠμὴ διάλυσις), δηλ. χονδροκοπανισμένον ἄλευρον ἐξ ὠμῆς (ἀβράστου) κριθῆς ἢ σίτου (ὅθεν συνάπτονται οἱ προσδιορισμοὶ κριθίνη ἢ πυρίνη), ἐν χρήσει κυρίως πρὸς παρασκευὴν καταπλασμάτων, Ἱππ. 741. 19., 570. 4, κλπ.· γράφεται καὶ ἐν διαστάσει, μετὰ ὠμῆς λύσεως Διοσκ. 3. 29, Γεωπον., κτλ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, ΜΑ
χοντροκοπανισμένο αλεύρι από ωμό σιτάρι ή κριθάρι, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την παρασκευή καταπλασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ήλυσις, αντί ὠμ-ήλεσις (πρβλ. ὠμήλετον) < ἀλέ(F)ω «συντρίβω, αλέθω» (με μηδενισμένο το φωνήεν -ε- και αντιπροσώπευση του -F- με τη φωνηεντική του μορφή -υ- πριν από σύμφωνο και έκταση του α- σε η- λόγω συνθέσεως)].

German (Pape)

ἡ, eigtl. ὠμὴ λύσις, geschrotenes Mehl von ungeröstetem Getreide, gew. Gerste, Weizen, κριθίνη oder πυρίνη, es wurde bes. als Arzneimittel zu Umschlägen gebraucht, Medic., Hesych.