μήρυμα: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miryma | |Transliteration C=miryma | ||
|Beta Code=mh/ruma | |Beta Code=mh/ruma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> that which is drawn out: strand of gut, Ph.''Bel.'' 65.33; [[skein]] of such strands, Hero ''Bel.''81.14; [[thread]], Poll.7.29; <b class="b3">μηρύματα λίθων</b>, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.''BJ''4.8.4; of ship's cordage, Plu.''Cic.''47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; [[kink]] in a string, Hero ''Aut.''2.11.<br><span class="bld">II</span> a serpent's [[coil]] or [[trail]], δολιχῷ μ. γαστρός Nic.''Th.''160, 265 ([[μηρύγματι]] codd., cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Cyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0178.png Seite 178]] τό, = [[μήρυγμα]], bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so [[κάταγμα]] οἰός. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0178.png Seite 178]] τό, = [[μήρυγμα]], bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so [[κάταγμα]] οἰός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>mieux que</i> [[μήρυγμα]];<br />ατος (τό) :<br />[[déroulement des fils d'une trame]].<br />'''Étymologie:''' [[μηρύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήρῡμα:''' и [[μήρυγμα]], ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων [[μαλακά]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μήρῡμα''': τό, κεκλωσμένον [[πρᾶγμα]], κλωστή, | |lstext='''μήρῡμα''': τό, κεκλωσμένον [[πρᾶγμα]], κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ [[σπεῖρα]] τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς [[μήρυγμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[μήρυμα]] και [[μήρυσμα]] και [[μήρυγμα]]) [[μηρύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το [[τύλιγμα]] καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σπείρωμα]] καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο και [[ιδίως]] το [[σπείρωμα]] χορδής<br /><b>2.</b> [[δέμα]] συνεστραμμένων χορδών<br /><b>3.</b> νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές<br /><b>4.</b> [[νηματοειδής]] [[διάταξη]] ύλης<br /><b>5.</b> [[σχοινιά]] πλοίου<br /><b>6.</b> [[έμβολο]] σχοινιού<br /><b>7.</b> [[σπείρα]] φιδιού<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[έκταση]], [[μήκος]]. | |mltxt=το (Α [[μήρυμα]] και [[μήρυσμα]] και [[μήρυγμα]]) [[μηρύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το [[τύλιγμα]] καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σπείρωμα]] καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο και [[ιδίως]] το [[σπείρωμα]] χορδής<br /><b>2.</b> [[δέμα]] συνεστραμμένων χορδών<br /><b>3.</b> νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές<br /><b>4.</b> [[νηματοειδής]] [[διάταξη]] ύλης<br /><b>5.</b> [[σχοινιά]] πλοίου<br /><b>6.</b> [[έμβολο]] σχοινιού<br /><b>7.</b> [[σπείρα]] φιδιού<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[έκταση]], [[μήκος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is drawn out: strand of gut, Ph.Bel. 65.33; skein of such strands, Hero Bel.81.14; thread, Poll.7.29; μηρύματα λίθων, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.BJ4.8.4; of ship's cordage, Plu.Cic.47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; kink in a string, Hero Aut.2.11.
II a serpent's coil or trail, δολιχῷ μ. γαστρός Nic.Th.160, 265 (μηρύγματι codd., cf. Hsch., Cyr.).
German (Pape)
[Seite 178] τό, = μήρυγμα, bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so κάταγμα οἰός.
French (Bailly abrégé)
mieux que μήρυγμα;
ατος (τό) :
déroulement des fils d'une trame.
Étymologie: μηρύω.
Russian (Dvoretsky)
μήρῡμα: и μήρυγμα, ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων μαλακά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μήρῡμα: τό, κεκλωσμένον πρᾶγμα, κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ σπεῖρα τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς μήρυγμα.
Greek Monolingual
το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) μηρύομαι
νεοελλ.
1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο
2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές
αρχ.
1. καθετί το συνεστραμμένο και ιδίως το σπείρωμα χορδής
2. δέμα συνεστραμμένων χορδών
3. νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές
4. νηματοειδής διάταξη ύλης
5. σχοινιά πλοίου
6. έμβολο σχοινιού
7. σπείρα φιδιού
8. (για χρόνο) έκταση, μήκος.