ἐπελπίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epelpizo
|Transliteration C=epelpizo
|Beta Code=e)pelpi/zw
|Beta Code=e)pelpi/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">buoy up with hope</b>, αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται <span class="bibl">Th.8.1</span>, cf. Anon. ap. Suid. s.v. [[Πυθαγόρας]], Longin.44.2, <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMort.</span>5.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> intr., ἐ. τινί <b class="b2">pin one's hopes upon, hope in</b>, <span class="bibl">Hld.7.26</span>; ἐπί τινι <span class="bibl">D.C.41.11</span>: abs., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>21</span>; but also, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> merely, = [[ἐλπίζω]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1011</span>, <span class="bibl">Ph.1.74</span>, al.; <b class="b2">hope besides</b>, <span class="bibl">Th.8.54</span> (v.l. [[ἐλπίζων]]).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[buoy up with hope]], αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Th.8.1, cf. Anon. ap. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Πυθαγόρας]], Longin.44.2, Luc. ''DMort.''5.2.<br><span class="bld">II</span> intr., ἐ. τινί [[pin one's hopes upon]], [[hope in]], Hld.7.26; ἐπί τινι D.C.41.11: abs., Luc.''Tim.''21; but also,<br><span class="bld">2</span> merely, = [[ἐλπίζω]], E.''Hipp.''1011, Ph.1.74, al.; [[hope besides]], Th.8.54 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἐλπίζων]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι [[τότε]] αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι [[τότε]] αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐπήλπισα;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire espérer, ranimer par des espérances, <i>particul.</i> par des espérances trompeuses;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> placer son espoir sur <i>ou</i> en, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐλπίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπελπίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[обнадеживать]], [[окрылять надеждой]] (τινά Thuc., Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[надеяться]] Eur., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπελπίζω''': διαβουκολῶ τινα διὰ ψευδῶν ἐλπίδων, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ ὅτι, καὶ ὁπόσοι τι [[τότε]] αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Σικελίαν Θουκ. 8. 1· αὐτοὺς ἐπελπίζων ταῖς ὑποσχέσεσι Σουΐδ. ἐν λ. [[Πυθαγόρας]] Ἐφέσιος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 5. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐλπίζειν ἐπί τινι, στηρίζειν ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας, εἰ καὶ [[μάλιστα]] ἰσχὺν τέ τινα εἶχε καὶ ἐπ’ αὐτῇ ἐπήλπιζε Δίων Κ. 41. 11, Ἡλιόδ. 7. 26· ἀπολ., Λουκ. Τίμων 21: ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 2) [[ἁπλῶς]] = [[ἐλπίζω]], Εὐρ. Ἱππ. 1011, Θουκ. 8. 54 (διάφ. γραφ. ἐλπίζων).
|lstext='''ἐπελπίζω''': διαβουκολῶ τινα διὰ ψευδῶν ἐλπίδων, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ ὅτι, καὶ ὁπόσοι τι [[τότε]] αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Σικελίαν Θουκ. 8. 1· αὐτοὺς ἐπελπίζων ταῖς ὑποσχέσεσι Σουΐδ. ἐν λ. [[Πυθαγόρας]] Ἐφέσιος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 5. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐλπίζειν ἐπί τινι, στηρίζειν ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας, εἰ καὶ [[μάλιστα]] ἰσχὺν τέ τινα εἶχε καὶ ἐπ’ αὐτῇ ἐπήλπιζε Δίων Κ. 41. 11, Ἡλιόδ. 7. 26· ἀπολ., Λουκ. Τίμων 21: ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 2) [[ἁπλῶς]] = [[ἐλπίζω]], Εὐρ. Ἱππ. 1011, Θουκ. 8. 54 (διάφ. γραφ. ἐλπίζων).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπελπίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» — με τους χρησμούς τους τους έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη [[Σικελία]], <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στηρίζω]] [[κάπου]] τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι»)<br /><b>3.</b> [[ελπίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπελπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να ελπίσει, τον [[παρηγορώ]] με ψεύτικες ελπίδες, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. = [[ἐλπίζω]], σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[buoy]] up with [[hope]], to [[cheat]] with false hopes, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. = [[ἐλπίζω]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπελπίζω Medium diacritics: ἐπελπίζω Low diacritics: επελπίζω Capitals: ΕΠΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: epelpízō Transliteration B: epelpizō Transliteration C: epelpizo Beta Code: e)pelpi/zw

English (LSJ)

A buoy up with hope, αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Th.8.1, cf. Anon. ap. Suid. s.v. Πυθαγόρας, Longin.44.2, Luc. DMort.5.2.
II intr., ἐ. τινί pin one's hopes upon, hope in, Hld.7.26; ἐπί τινι D.C.41.11: abs., Luc.Tim.21; but also,
2 merely, = ἐλπίζω, E.Hipp.1011, Ph.1.74, al.; hope besides, Th.8.54 (v.l. ἐλπίζων).

German (Pape)

[Seite 914] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπήλπισα;
1 tr. faire espérer, ranimer par des espérances, particul. par des espérances trompeuses;
2 intr. placer son espoir sur ou en, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἐλπίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπελπίζω:
1 обнадеживать, окрылять надеждой (τινά Thuc., Luc.);
2 надеяться Eur., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπελπίζω: διαβουκολῶ τινα διὰ ψευδῶν ἐλπίδων, κάμνω αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ ὅτι, καὶ ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Σικελίαν Θουκ. 8. 1· αὐτοὺς ἐπελπίζων ταῖς ὑποσχέσεσι Σουΐδ. ἐν λ. Πυθαγόρας Ἐφέσιος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 5. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐλπίζειν ἐπί τινι, στηρίζειν ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας, εἰ καὶ μάλιστα ἰσχὺν τέ τινα εἶχε καὶ ἐπ’ αὐτῇ ἐπήλπιζε Δίων Κ. 41. 11, Ἡλιόδ. 7. 26· ἀπολ., Λουκ. Τίμων 21: ἀλλ’ ὡσαύτως, 2) ἁπλῶς = ἐλπίζω, Εὐρ. Ἱππ. 1011, Θουκ. 8. 54 (διάφ. γραφ. ἐλπίζων).

Greek Monolingual

ἐπελπίζω (Α)
1. κάνω κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» — με τους χρησμούς τους τους έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη Σικελία, Θουκ.)
2. στηρίζω κάπου τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι»)
3. ελπίζω.

Greek Monotonic

ἐπελπίζω: μέλ. -σω,
I. κάνω κάποιον να ελπίσει, τον παρηγορώ με ψεύτικες ελπίδες, σε Θουκ.
II. αμτβ. = ἐλπίζω, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to buoy up with hope, to cheat with false hopes, Thuc.
II. intr. = ἐλπίζω, Eur.