μεταδόρπιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metadorpios
|Transliteration C=metadorpios
|Beta Code=metado/rpios
|Beta Code=metado/rpios
|Definition=ον, (δόρπον) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in the middle of supper]], [[during supper]] (as Eust. takes it, cf. [[μεταδήμιος]], [[μεταίχμιος]], [[μεταμάζιος]]), οὐ τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος <span class="bibl">Od.4.194</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[after supper]], i. e. [[at one's wine]], ὄχημ' ἀοιδᾶν μ. <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>124.2</span>; <b class="b3">νυκτερινὴν ἐπίκωμος ἰὼν μεταδόρπιον</b> (Adv.) ὥρην <span class="title">AP</span>12.250 (Strat.); <b class="b3">τὰ μ</b>. [[dessert]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>115c</span>.</span>
|Definition=μεταδόρπιον, ([[δόρπον]])<br><span class="bld">A</span> [[in the middle of supper]], [[during supper]] (as Eust. takes it, cf. [[μεταδήμιος]], [[μεταίχμιος]], [[μεταμάζιος]]), οὐ τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Od.4.194.<br><span class="bld">2</span> [[after supper]], i.e. [[at one's wine]], ὄχημ' ἀοιδᾶν μ. Pi.''Fr.''124.2; <b class="b3">νυκτερινὴν ἐπίκωμος ἰὼν μεταδόρπιον</b> (Adv.) ὥρην ''AP''12.250 (Strat.); <b class="b3">τὰ μ.</b> [[dessert]], Pl.''Criti.''115c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδόρπιος Medium diacritics: μεταδόρπιος Low diacritics: μεταδόρπιος Capitals: ΜΕΤΑΔΟΡΠΙΟΣ
Transliteration A: metadórpios Transliteration B: metadorpios Transliteration C: metadorpios Beta Code: metado/rpios

English (LSJ)

μεταδόρπιον, (δόρπον)
A in the middle of supper, during supper (as Eust. takes it, cf. μεταδήμιος, μεταίχμιος, μεταμάζιος), οὐ τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Od.4.194.
2 after supper, i.e. at one's wine, ὄχημ' ἀοιδᾶν μ. Pi.Fr.124.2; νυκτερινὴν ἐπίκωμος ἰὼν μεταδόρπιον (Adv.) ὥρην AP12.250 (Strat.); τὰ μ. dessert, Pl.Criti.115c.

German (Pape)

[Seite 146] zwischen, während der (Abend-) Mahlzeit. οὐ γὰρ ἔγωγε τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, Od. 4, 194; ὥρη, die Stunde der Mahlzeit, Strat. 89 (XII, 250); vgl. auch Crinag. 5 (VI, 229); – τὸ μεταδόρπιον, der Nachtisch, Pind. frg. 89; vgl. Plat. Critia. 115 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agit ou se fait après le repas du soir.
Étymologie: μετά, δόρπον.

Russian (Dvoretsky)

μεταδόρπιος:
1 сидящий за ужином: οὐ γὰρ ἔγωγε τέρπομ᾽ ὀδυρόμενος μ. Hom. не люблю я плакать за ужином;
2 относящийся к вечерней трапезе: μ. ὥρη Anth. час ужина.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδόρπιος: -ον, (δόρπον) ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον, ἢ μᾶλλον ὁ ἐν μέσῳ τοῦ δείπνου, ὁ διαρκοῦντος τοῦ δείπνου γενόμενος ἢ πράττων τι (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Εὐστ., πρβλ. μεταδήμιος, μεταίχμιος, ματαμάζιος), οὐ τέρπομ’ ὀδυρόμενος μεταδόρπιος Ὀδ. Δ. 194· ― ἀλλὰ βεβαίως: ὁ μετὰ τὸ δεῖπνον γινόμενος ἢ πράττων τι, ἐν τοῖς ἀκολούθοις χωρίοις, ὄχημ’ ἀοιδὰν μ. Πινδ. Ἀποσπ. 89· νυκτερινὴν ἐπὶ κῶμον ἰὼν μ. ὤρην Ἀνθ. Π. 12. 250· τὰ μ., τὰ τραγήματα, καὶ τὰ ὅμοια, τὰ μετὰ τὸ δεῖπνον παρατιθέμενα, Πλάτ. Κριτί. 115C.

English (Autenrieth)

(δόρπος): during supper, Od. 4.194† (cf. 213, 218).

English (Slater)

μεταδόρπιος after supper ὦ Θρασύβουλ, ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον pr. as your dessert fr. 124. 2.

Greek Monolingual

μεταδόρπιος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια του δείπνου ή μετά το δείπνο
2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιον
το έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δόρπιος (< δόρπον «το απογευματινό»), πρβλ. επιδόρπιος].

Greek Monotonic

μεταδόρπιος: -ον (δόρπον),·
I. στα μισά του δείπνου, κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.
II. μετά το δείπνο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μετα-δόρπιος, ον δόρπον
I. in the middle of supper, during supper, Od.
II. after supper, Anth.