ἐκκρεμής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekkremis
|Transliteration C=ekkremis
|Beta Code=e)kkremh/s
|Beta Code=e)kkremh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suspended]], πήρα <span class="bibl">Hdn.1.9.3</span>; <b class="b3">τὸ -ές</b> the [[lobe]] of the ear, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>43</span>: c. gen., [[hanging from]] or [[upon]], χείλεος <span class="title">AP</span>5.246 (Maced.); <b class="b3">ἐπί τινι</b> ib.<span class="bibl">240.8</span> (Paul. Sil.); ἀπὸ τοῦ ὤμου <span class="bibl">Agath.3.17</span>; ἐπὶ γαστέρα ἐ. προβάλλειν <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.5</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>3.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. <b class="b3">-μῶς</b>, Gramm., [[in dependent construction]], opp. [[ἀπολύτως]], <span class="bibl">Eust.1752.47</span>.</span>
|Definition=ἐκκρεμές,<br><span class="bld">A</span> [[suspended]], πήρα Hdn.1.9.3; τὸ [[ἐκκρεμές]] the [[lobe]] of the ear, Ruf.''Onom.''43: c. gen., [[hanging from]] or [[upon]], χείλεος ''AP''5.246 (Maced.); <b class="b3">ἐπί τινι</b> ib.240.8 (Paul. Sil.); ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17; ἐπὶ γαστέρα ἐ. προβάλλειν Aret.''CA''1.5, cf. Porph.''Gaur.''3.3.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ἐκκρεμῶς]], Gramm., [[in dependent construction]], opp. [[ἀπολύτως]], Eust.1752.47.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρεμής Medium diacritics: ἐκκρεμής Low diacritics: εκκρεμής Capitals: ΕΚΚΡΕΜΗΣ
Transliteration A: ekkremḗs Transliteration B: ekkremēs Transliteration C: ekkremis Beta Code: e)kkremh/s

English (LSJ)

ἐκκρεμές,
A suspended, πήρα Hdn.1.9.3; τὸ ἐκκρεμές the lobe of the ear, Ruf.Onom.43: c. gen., hanging from or upon, χείλεος AP5.246 (Maced.); ἐπί τινι ib.240.8 (Paul. Sil.); ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17; ἐπὶ γαστέρα ἐ. προβάλλειν Aret.CA1.5, cf. Porph.Gaur.3.3.
II Adv. ἐκκρεμῶς, Gramm., in dependent construction, opp. ἀπολύτως, Eust.1752.47.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [ac. no contr. ἐκκρεμέα AP 5.247 (Maced.); plu. nom. ἐκκρεμέες AP 5.241 (Paul.Sil.)]
I 1colgante, que cuelga de un punto de apoyo ἐκκρεμὲς δὲ κάτωθεν ὄν (βάρος) Poliorc.269.10, ἐ. ἐφέρετο era llevado (por el toro) suspendido en el aire Hld.10.30.2, πήρα Hdn.1.9.3, μαστοί Adam.2.15, c. compl. prep. τὸ ἀπὸ τῆς ὑπερώης ἐκκρεμὲς σῶμα ref. la úvula, Aret.SA 1.8.1, καρποὶ διὰ τῶν καλουμένων μίσχων ὅθεν ὄντες ἐκκρεμεῖς Porph.Gaur.3.3, ξίφος ἐκκρεμὲς ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17.7, ac. neutr. adv. δορὴ μετόπισθε ... ἐκκρεμὲς ᾐώρετο el pellejo flotaba colgado de su espalda Colluth.108
subst. τὸ ἐ. lo que cuelga ref. el lóbulo de la oreja, Ruf.Onom.43
inclinado, que cae ἐπὶ γαστέρα ἐκκρεμὲς προβάλλοντα τὸ παιδίον para provocar el vómito, Aret.CA 1.5.3, χόνῳ ἐκκρεμὲς ἦλθε κατ' ὀφθαλμῶν ... ἐπισκύνιον sus párpados caían ya sobre sus ojos por causa de la edad, AP 6.64 (Paul.Sil.).
2 fig. pendiente de, prendido de c. gen. με ... χείλεος ἐκκρεμέα AP 5.247 (Maced.), c. ἐπί y dat. (λάλημα) ᾧ ἔπι πᾶσαι εἰσὶν ... ἐλπίδες ἐκκρεμέες AP 5.241 (Paul.Sil.)
gram. que depende, dependiente λόγος Eust.1133.29, σύνταξις Eust.66.27.
II adv. -ῶς gram. en construcción dependiente op. ἀπολύτως Eust.1752.47.

German (Pape)

[Seite 764] ές, herabhangend, schwebend, Sp., wie Hdn. 1, 9, 7; Col. 108; ἐκκρεμέες ἐλπίδες Paul. Sil. 39 (V, 241); τινός, woran, Maced. 13 (V, 247).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
suspendu.
Étymologie: ἐκκρέμαμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρεμής: досл. привешенный, перен. прикованный, т. е. зачарованный (ἐπὶ τῷ Σειρήνων λαλήματι и ῥοδέου χείλεος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρεμής: -ές, ὁ κρεμάμενος ἔκ τινος, τινὸς Ἀνθ. Π. 5. 247· ἐπί τινι αὐτόθι 241.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐκκρεμής, -ές)
1. μετέωρος
2. αβέβαιοςεκκρεμής λογαριασμός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εκκρεμές
α) σώμα στερεωμένο από σταθερό σημείο το οποίο ταλαντεύεται υπό την επίδραση του βάρους του
β) ρολόι που η ισόχρονη κίνησή του ρυθμίζεται με εκκρεμές
αρχ.
1. αυτός που κρέμεται, που εξαρτάται από κάπου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκκρεμές
ο λοβός του αφτιού.

Greek Monotonic

ἐκκρεμής: -ές, αυτός που κρεμιέται από ή πάνω σε κάποιον, κρεμαστός, εξαρτώμενος, τινος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐκκρεμής, ές [from ἐκκρεμάννῡμι]
hanging from or upon, τινος Anth.

Mantoulidis Etymological

(=μετέωρος). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + κρεμάννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.