φορύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=forysso
|Transliteration C=forysso
|Beta Code=foru/ssw
|Beta Code=foru/ssw
|Definition=Act. only in aor. part. and inf., <b class="b3">φορύξας, -αι</b> (v.infr.):— Med., aor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἐφορύξατο <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>203</span>:—Pass., pres. φορύσσεται <span class="bibl">Opp. <span class="title">H.</span>5.269</span>; pf. <b class="b3">πεφόρυγμαι</b> (v. infr.):—<b class="b2">defile</b>, φορύξας αἵματι <span class="bibl">Od.18.336</span>; ὕδατι φορύξαι <b class="b2">mix up</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.74</span>; μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα Id.<span class="title">Steril.</span>221, cf. <span class="bibl"><span class="title">VM</span>3</span>:—Pass., πεφορυγμένον ἰῷ <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span> 302</span>, cf. <span class="bibl">Q.S.12.550</span>: c. gen., ἰοῦ <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.381</span>; λύθροιο φορύσσεται <span class="bibl">Id.<span class="title">H.</span>5.269</span>.</span>
|Definition=Act. only in aor. part. and inf., <b class="b3">φορύξας, -αι</b> (v.infr.):—Med., aor. ἐφορύξατο Nic.''Th.''203:—Pass., pres. φορύσσεται Opp. ''H.''5.269; pf. [[πεφόρυγμαι]] (v. infr.):—[[defile]], φορύξας αἵματι Od.18.336; ὕδατι φορύξαι [[mix up]], Hp.''Mul.''1.74; μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα Id.''Steril.''221, cf. ''VM''3:—Pass., πεφορυγμένον ἰῷ Nic.''Th.'' 302, cf. Q.S.12.550: c. gen., ἰοῦ Opp.''C.''1.381; λύθροιο φορύσσεται Id.''H.''5.269.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηθείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1301.png Seite 1301]] = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηθείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> φορύξας;<br /><b>1</b> [[souiller]], [[salir]];<br /><b>2</b> [[mêler]].<br />'''Étymologie:''' [[φορύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φορύσσω:''' [[марать]], [[пачкать]] (φορύξας αἵματι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φορύσσω''': ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ [[φορύνω]], [[μολύνω]], [[μιαίνω]], κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γενικ., λύθροιο φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269.
|lstext='''φορύσσω''': ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ [[φορύνω]], [[μολύνω]], [[μιαίνω]], κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· [[ὡσαύτως]] μετὰ γενικ., λύθροιο φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269.
}}
{{bailly
|btext=<i>part. ao.</i> φορύξας;<br /><b>1</b> souiller, salir;<br /><b>2</b> mêler.<br />'''Étymologie:''' [[φορύνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]], [[ζυμώνω]] («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[κηλιδώνω]], [[λερώνω]] («φορύξας αἵματι πολλῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φορύσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φορυκjω</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>φορῠ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φορύνω]]) με ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>θρῆνυ</i>-<i>ς</i>: [[θρῆνυξ]], [[μῶλυ]]-<i>ς</i>: [[μῶλυξ]]) και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[μορύσσω]], [[πλάσσω]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]], [[ζυμώνω]] («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[κηλιδώνω]], [[λερώνω]] («φορύξας αἵματι πολλῷ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φορύσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φορυκjω</i>) έχει σχηματιστεί από το θ. <i>φορῠ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φορύνω]]) με ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>θρῆνυ</i>-<i>ς</i>: [[θρῆνυξ]], [[μῶλυ]]-<i>ς</i>: [[μῶλυξ]]) και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[μορύσσω]], [[πλάσσω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορύσσω:''' αόρ. αʹ μτχ. <i>φορύξας</i>, [[μολύνω]], σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φορύσσω]],<br />to [[defile]], Od. [deriv. uncertain]
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορύσσω Medium diacritics: φορύσσω Low diacritics: φορύσσω Capitals: ΦΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: phorýssō Transliteration B: phoryssō Transliteration C: forysso Beta Code: foru/ssw

English (LSJ)

Act. only in aor. part. and inf., φορύξας, -αι (v.infr.):—Med., aor. ἐφορύξατο Nic.Th.203:—Pass., pres. φορύσσεται Opp. H.5.269; pf. πεφόρυγμαι (v. infr.):—defile, φορύξας αἵματι Od.18.336; ὕδατι φορύξαι mix up, Hp.Mul.1.74; μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα Id.Steril.221, cf. VM3:—Pass., πεφορυγμένον ἰῷ Nic.Th. 302, cf. Q.S.12.550: c. gen., ἰοῦ Opp.C.1.381; λύθροιο φορύσσεται Id.H.5.269.

German (Pape)

[Seite 1301] = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηθείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.

French (Bailly abrégé)

part. ao. φορύξας;
1 souiller, salir;
2 mêler.
Étymologie: φορύνω.

Russian (Dvoretsky)

φορύσσω: марать, пачкать (φορύξας αἵματι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φορύσσω: ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ φορύνω, μολύνω, μιαίνω, κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· ὡσαύτως μετὰ γενικ., λύθροιο φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269.

English (Autenrieth)

(parallel form of φορύνω), aor. part. φορύξᾶς: defile, Od. 18.336†.

Greek Monolingual

Α
1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.)
2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ- (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση -κ- (πρβλ. θρῆνυ-ς: θρῆνυξ, μῶλυ-ς: μῶλυξ) και ενεστ. επίθημα - (πρβλ. μορύσσω, πλάσσω)].

Greek Monotonic

φορύσσω: αόρ. αʹ μτχ. φορύξας, μολύνω, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

φορύσσω,
to defile, Od. [deriv. uncertain]