κάθυγρος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathygros
|Transliteration C=kathygros
|Beta Code=ka/qugros
|Beta Code=ka/qugros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[very wet]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>5.62</span>; [[Χώρα]], [[γῆ]], <span class="title">Gp.</span>2.13.1, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>28</span>; of plants which grow in wet places, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.4.2</span>; [[Χωρίον]] [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Plb.5.24.4</span>; <b class="b3">Γαλάται ταῖς σαρξὶ κ</b>. with [[flowing]] muscles, <span class="bibl">D.S.5.28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[connected with water]] or [[the sea]], πράγματα <span class="bibl">Vett.Val.82.32</span>; ζῴδια <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>181</span>.</span>
|Definition=κάθυγρον,<br><span class="bld">A</span> [[very wet]], Hp.''Aph.''5.62; [[Χώρα]], [[γῆ]], ''Gp.''2.13.1, Porph.''Antr.''28; of plants which grow in wet places, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.4.2; [[Χωρίον]] [[varia lectio|v.l.]] in Plb.5.24.4; <b class="b3">Γαλάται ταῖς σαρξὶ κ.</b> with [[flowing]] muscles, D.S.5.28.<br><span class="bld">2</span> [[connected with water]] or [[the sea]], πράγματα Vett.Val.82.32; ζῴδια Ptol.''Tetr.''181.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάθ-υγρος -ον vol met vocht.
|elnltext=κάθ-υγρος -ον vol met vocht.
}}
}}

Revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθυγρος Medium diacritics: κάθυγρος Low diacritics: κάθυγρος Capitals: ΚΑΘΥΓΡΟΣ
Transliteration A: káthygros Transliteration B: kathygros Transliteration C: kathygros Beta Code: ka/qugros

English (LSJ)

κάθυγρον,
A very wet, Hp.Aph.5.62; Χώρα, γῆ, Gp.2.13.1, Porph.Antr.28; of plants which grow in wet places, Thphr. HP 1.4.2; Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4; Γαλάται ταῖς σαρξὶ κ. with flowing muscles, D.S.5.28.
2 connected with water or the sea, πράγματα Vett.Val.82.32; ζῴδια Ptol.Tetr.181.

German (Pape)

[Seite 1289] sehr feucht; Theophr.; ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοί D. Sic. 5, 28.

Russian (Dvoretsky)

κάθυγρος: (ᾰ) очень влажный (ἀήρ Arst., Plut.): κ. τῇ σαρκί Diod. дебелый, полный.

Greek (Liddell-Scott)

κάθυγρος: -ον, λίαν ὑγρός, πλήρης ὑγρότητος, Ἱππ. Ἀφ. 1255· ἐπὶ φυτῶν αὐξανομένων καὶ εὐδοκιμούντων ἐν ὑγροῖς τόποις, ἔνια δὲ ὡσπερεὶ κάθυγρα καὶ ἕλεια καθάπερ ἰτέα καὶ πλάτανος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4. 2· ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοὶ Διόδ. 5. 28.

Greek Monolingual

-ή, -ο (AM κάθυγρος, -ον)
ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος
μσν.
(για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.)
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη
2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή τη θάλασσα («κάθυγρα ζῷδια», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑγρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθ-υγρος -ον vol met vocht.