ὑπολιμπάνω: Difference between revisions
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypolimpano | |Transliteration C=ypolimpano | ||
|Beta Code=u(polimpa/nw | |Beta Code=u(polimpa/nw | ||
|Definition=collat. form of [[ὑπολείπω]], < | |Definition=collat. form of [[ὑπολείπω]],<br><span class="bld">A</span> [[leave behind]], ''1 Ep.Pet.''2.21, Them.''Or.''10.139d.<br><span class="bld">2</span> Med., [[leave over]], <b class="b3">μὴ ὑπολιμπάνεσθε</b> [[leave]] no [[arrears]] (uncollected), ''PHib.''1.45.13 (iii B. C.); [[reserve]], κερμάτιον εἰς τοὺς προστάντας τῆς σωτηρίας ἡμων ''PSI''4.392.4 (iii B. C.).<br><span class="bld">II</span> intr., [[fail]], τὰ νάματα ὑ. D.H.1.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:28, 25 August 2023
English (LSJ)
collat. form of ὑπολείπω,
A leave behind, 1 Ep.Pet.2.21, Them.Or.10.139d.
2 Med., leave over, μὴ ὑπολιμπάνεσθε leave no arrears (uncollected), PHib.1.45.13 (iii B. C.); reserve, κερμάτιον εἰς τοὺς προστάντας τῆς σωτηρίας ἡμων PSI4.392.4 (iii B. C.).
II intr., fail, τὰ νάματα ὑ. D.H.1.23.
German (Pape)
[Seite 1224] Nebenform von ὑπολείπω, D. Hal.
French (Bailly abrégé)
1 tr. laisser derrière;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: ὑπό, λιμπάνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολιμπάνω: NT = ὑπολείπω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολιμπάνω: ὑπολείπω, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21, Θεμίστ. 139D. - Παθ., ὑποολείπομαι, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 552, 9, ἔκδ. Βόννης. κλπ. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπολείπω, ἐκλείπω, τῶν ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τάδ’ ὑπελίμπανε θέρους Διον. Ἁλ. 1. 23.
English (Strong)
a prolonged form for ὑπολείπω; to leave behind, i.e. bequeath: leave.
English (Thayer)
(λιμπάνω, less common form of the verb λείπω); to leave, leave behind: Themistius; ecclesiastical and Byzantine writings; to fail, Dionysius Halicarnassus 1,23.)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αφήνω πίσω ως υπόλοιπο, καταλείπω
2. (αμτβ.) εκλείπω, σώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + λιμπάνω «λείπω»].
Greek Monotonic
ὑπολιμπάνω: μεταγεν., αντί του ὑπολείπω, αφήνω πίσω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
later for ὑπολείπω
to leave behind, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpolimp£nw 虛坡-淋爬挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-缺乏
字義溯源:遺留,遺落,留下;源自(ὑπολείπω)=剩下),由(ὑπό)*=在下,被)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 留下(1) 彼前2:21