ἐφιζάνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efizano
|Transliteration C=efizano
|Beta Code=e)fiza/nw
|Beta Code=e)fiza/nw
|Definition=Acol. impf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἐπίσδανον Alc.<span class="title">Supp.</span>28.7:—Hom. only in Il., always in impf., [[sit at]] or [[in]], [[δείπνῳ]], [[αἰθούσῃσιν]], <span class="bibl">10.578</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">20.11</span>; [[sit upon]], ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν <span class="bibl">10.26</span>; νώτοισιν ἐφίζανε <span class="bibl">Mosch.2.108</span>: c. acc., θῶκον <span class="bibl">A.R.1.667</span>: later also in prcs., χείλεσι ἀφρὸς ἐ. <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.12</span>; ἐ. τις ὥρα καὶ ῥυτίδι πρώτῃ <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.1</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>19</span>, abs . . [[form a deposit]], Dsc.5.75.</span>
|Definition=Acol. impf. ἐπίσδανον Alc.''Supp.''28.7:—Hom. only in Il., always in impf., [[sit at]] or in, [[δείπνῳ]], [[αἰθούσῃσιν]], 10.578, [[varia lectio|v.l.]] in 20.11; [[sit upon]], ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν 10.26; νώτοισιν ἐφίζανε Mosch.2.108: c. acc., θῶκον A.R.1.667: later also in prcs., χείλεσι ἀφρὸς ἐ. Aret.''SA''2.12; ἐ. τις ὥρα καὶ ῥυτίδι πρώτῃ Philostr.''Im.''2.1, cf. Porph.''Antr.''19, abs.. [[form a deposit]], Dsc.5.75.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1118.png Seite 1118]] (s. [[ἱζάνω]]), sich dabei, daneben setzen; αἰθούσῃσιν ἐφίζανον Il. 20, 11, in den Hallen; δείπνῳ ἐφιζανέτην, beim Mahle, 10, 578; [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε, setzte sich darauf, 10, 26; νώτοισιν Mosch. 2, 108; a. sp. D.; auch c. acc., θῶκον Ap. Rh. 1, 667. – In Prosa erst Sp., wie Philostr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1118.png Seite 1118]] (s. [[ἱζάνω]]), sich dabei, daneben setzen; αἰθούσῃσιν ἐφίζανον Il. 20, 11, in den Hallen; δείπνῳ ἐφιζανέτην, beim Mahle, 10, 578; [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε, setzte sich darauf, 10, 26; νώτοισιν Mosch. 2, 108; a. sp. D.; auch c. acc., θῶκον Ap. Rh. 1, 667. – In Prosa erst Sp., wie Philostr.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf.</i> ἐφίζανον;<br /><i>c.</i> [[ἐφίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφιζάνω:''' (только impf. ἐφίζανον) садиться, усаживаться (δείπνῳ, αἰθούσῃσιν Hom.): οὐδ᾽ [[αὐτῷ]] [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε Hom. сон не спускался на его вежды.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφιζάνω''': Ὅμηρ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ ἀείποτε κατὰ παρατ., [[κάθημαι]] εἰς, τὼ δὲ λοεσσαμένω... δείπνῳ ἐφιζανέτην Κ. 578: ― ἐπικάθημαι, [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν Κ. 26· νώτοισιν ἐφίζανε Μόσχ. 2. 108· μετ᾿ αἰτ., θῶκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 667: ― ἀκολούθως [[ὡσαύτως]] κατ᾿ ἐνεστ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 12, Φιλόστορ. 810.
|lstext='''ἐφιζάνω''': Ὅμηρ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ ἀείποτε κατὰ παρατ., [[κάθημαι]] εἰς, τὼ δὲ λοεσσαμένω... δείπνῳ ἐφιζανέτην Κ. 578: ― ἐπικάθημαι, [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν Κ. 26· νώτοισιν ἐφίζανε Μόσχ. 2. 108· μετ᾿ αἰτ., θῶκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 667: ― ἀκολούθως [[ὡσαύτως]] κατ᾿ ἐνεστ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 12, Φιλόστορ. 810.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf.</i> ἐφίζανον;<br /><i>c.</i> [[ἐφίζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κάθομαι]] πάνω σε ή μέσα σ' ένα [[μέρος]], [[κατακαθίζω]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.
|lsmtext='''ἐφιζάνω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[κάθομαι]] πάνω σε ή μέσα σ' ένα [[μέρος]], [[κατακαθίζω]], με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφιζάνω:''' (только impf. ἐφίζανον) садиться, усаживаться (δείπνῳ, αἰθούσῃσιν Hom.): οὐδ᾽ [[αὐτῷ]] [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε Hom. сон не спускался на его вежды.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br />to sit at or in a [[place]], c. dat., Il.; [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν [[sleep]] [[sate]] [[upon]], Il.
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf.]<br />to sit at or in a [[place]], c. dat., Il.; [[ὕπνος]] ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν [[sleep]] [[sate]] [[upon]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφιζάνω Medium diacritics: ἐφιζάνω Low diacritics: εφιζάνω Capitals: ΕΦΙΖΑΝΩ
Transliteration A: ephizánō Transliteration B: ephizanō Transliteration C: efizano Beta Code: e)fiza/nw

English (LSJ)

Acol. impf. ἐπίσδανον Alc.Supp.28.7:—Hom. only in Il., always in impf., sit at or in, δείπνῳ, αἰθούσῃσιν, 10.578, v.l. in 20.11; sit upon, ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν 10.26; νώτοισιν ἐφίζανε Mosch.2.108: c. acc., θῶκον A.R.1.667: later also in prcs., χείλεσι ἀφρὸς ἐ. Aret.SA2.12; ἐ. τις ὥρα καὶ ῥυτίδι πρώτῃ Philostr.Im.2.1, cf. Porph.Antr.19, abs.. form a deposit, Dsc.5.75.

German (Pape)

[Seite 1118] (s. ἱζάνω), sich dabei, daneben setzen; αἰθούσῃσιν ἐφίζανον Il. 20, 11, in den Hallen; δείπνῳ ἐφιζανέτην, beim Mahle, 10, 578; ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε, setzte sich darauf, 10, 26; νώτοισιν Mosch. 2, 108; a. sp. D.; auch c. acc., θῶκον Ap. Rh. 1, 667. – In Prosa erst Sp., wie Philostr.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. ἐφίζανον;
c. ἐφίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐφιζάνω: (только impf. ἐφίζανον) садиться, усаживаться (δείπνῳ, αἰθούσῃσιν Hom.): οὐδ᾽ αὐτῷ ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε Hom. сон не спускался на его вежды.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιζάνω: Ὅμηρ. μόνον ἐν Ἰλ. καὶ ἀείποτε κατὰ παρατ., κάθημαι εἰς, τὼ δὲ λοεσσαμένω... δείπνῳ ἐφιζανέτην Κ. 578: ― ἐπικάθημαι, ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν Κ. 26· νώτοισιν ἐφίζανε Μόσχ. 2. 108· μετ᾿ αἰτ., θῶκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 667: ― ἀκολούθως ὡσαύτως κατ᾿ ἐνεστ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2. 12, Φιλόστορ. 810.

English (Autenrieth)

sit upon or at; δείπνῳ, Il. 10.578; met., ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν, Il. 10.26.

Greek Monolingual

ἐφιζάνω (ΑΜ)
κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι
μσν.
τοποθετώ, εγκαθιστώ
αρχ.
1. σχηματίζω ίζημα
2. (για έντομο) εγκαθίσταμαι, βυθίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱζάνω «κάθομαι»].

Greek Monotonic

ἐφιζάνω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάθομαι πάνω σε ή μέσα σ' ένα μέρος, κατακαθίζω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν, ο ύπνος κάθησε πάνω στα βλέφαρα, στο ίδ.

Middle Liddell

only in pres. and imperf.]
to sit at or in a place, c. dat., Il.; ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανεν sleep sate upon, Il.