μυρτίδανον: Difference between revisions
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrtidanon | |Transliteration C=myrtidanon | ||
|Beta Code=murti/danon | |Beta Code=murti/danon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[a myrtle-like plant]], Hp.''Mul.''1.34.<br><span class="bld">II</span> [[warty excrescence on the stem of the myrtle]], like the kermes berries on the holm-oak, Dsc.1.112, Plin.''HN''23.164.<br><span class="bld">III</span> [[seed of the Persian pepper-tree]], Hp.''Mul.''2.205, Gal.19.106.<br><span class="bld">2</span> an Indian or Persian fruit used as pepper, Diosc.Gloss. ap. Gal. [[l.c.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A a myrtle-like plant, Hp.Mul.1.34.
II warty excrescence on the stem of the myrtle, like the kermes berries on the holm-oak, Dsc.1.112, Plin.HN23.164.
III seed of the Persian pepper-tree, Hp.Mul.2.205, Gal.19.106.
2 an Indian or Persian fruit used as pepper, Diosc.Gloss. ap. Gal. l.c.
German (Pape)
[Seite 222] τό, 1) eine myrthenähnliche Pflanze, Diosc. – 2) ein Auswuchs an dem Stamme und den Zweigen der Marthe, wie die Kermes- od. Scharlachbeeren, Sp. – 3) die Frucht des persischen Pfeffers, auch eine andere aus Indien od. Persien stammende Frucht, die als Pfeffer genossen wurde, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 sorte de plante semblable au myrte;
2 excroissance parasite sur l'écorce du myrte;
3 fruit du poivrier.
Étymologie: μύρτος.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίδᾰνον: τό, φυτόν τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν μύρτον, Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. ἐπίφυσις ἀνώμαλος καὶ ὀχθώδης περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον, Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ κόκκος τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. 15· ὡσαύτως, ἕτερός τις καρπὸς Περσικὸς ἢ Ἰνδικὸς ἐν χρήσει ἀντὶ πεπέρεως, Γαλην. τ. 19, σ. 106, 5.
Greek Monolingual
μυρτίδανον, τὸ (Α)
1. είδος φυτού που είναι παρεμφερές με τη μυρτιά
2. ανώμαλη επίφυση που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς
3. ο καρπός ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως πιπέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. ερευθέδανον)].