εἱαμενή: Difference between revisions

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eiameni
|Transliteration C=eiameni
|Beta Code=ei(amenh/
|Beta Code=ei(amenh/
|Definition=or εἰᾰμενή, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a river-side pasture, meadow</b>, <b class="b3">ἐν εἱαμενῇ ἕλεος</b> in a marshy <b class="b2">meadow</b>, <span class="bibl">Il.4.483</span>; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε <span class="bibl">Theoc. 25.16</span>, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>193</span>, <span class="bibl">A.R.3.1202</span>, <span class="bibl">Euph.138</span>; <b class="b3">εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης</b>, of a <b class="b2">shallow creek</b>, <span class="bibl">Dem.Bith.4.5</span> (prob. a participial form): cf. also εἰαμένον· <b class="b3">νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη</b>, Hsch.</span>
|Definition=or [[εἰαμενή]], ἡ, [[a river-side pasture]], [[meadow]], <b class="b3">ἐν εἱαμενῇ ἕλεος</b> in a marshy [[meadow]], Il.4.483; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc. 25.16, cf. Call.''Dian.''193, A.R.3.1202, Euph.138; <b class="b3">εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης</b>, of a [[shallow creek]], Dem.Bith.4.5 (prob. a participial form): cf. also εἰαμένον· [[νήνεμον]], [[κοῖλον]], [[βοτανώδη]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=(εἱᾰμενή) -ῆς, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> εἰαμ- Colluth.221, <i>EM</i> 295.16G.<br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.<i>Dian</i>.193]<br />[[pradera]] al borde de un río, [[vega]] ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma</i>, <i>Il</i>.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, [[ἄλλοτε]] δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles</i> A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ [[βυθός]] ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0722.png Seite 722]] ἡ, eine niedrige, feuchte, grasreiche Ebene, Niederung, [[ἕλος]] παραποτάμιον κάθυδρον, [[τόπος]] [[ὅπου]] πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος; ἕλεος Il. 4, 483. 15, 631; sp. D.; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theocr. 25, 16; Callim. Dian. 193; Ap. Rh. 2, 795 u. öfter; eine überschwemmte Gegend, 3, 1202. Den spiritus asper haben die alten Grammatiker, die es von [[ἕσις]] ableiten, was der Fluß abgesetzt hat, Spitzner hat ihn im Hom. eingeführt, vgl. ad Il. 4, 483; Buttm. Lexil. II p. 24 setzt es mit [[ἠϊών]] u. [[ἠϊόεις]] in Vrbdg, was die Schreibung mit dem spirit. lenis rechtfertigen würde. Vgl. [[ἰαμεναί]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0722.png Seite 722]] ἡ, eine niedrige, feuchte, grasreiche Ebene, Niederung, [[ἕλος]] παραποτάμιον κάθυδρον, [[τόπος]] [[ὅπου]] πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος; ἕλεος Il. 4, 483. 15, 631; sp. D.; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theocr. 25, 16; Callim. Dian. 193; Ap. Rh. 2, 795 u. öfter; eine überschwemmte Gegend, 3, 1202. Den spiritus asper haben die alten Grammatiker, die es von [[ἕσις]] ableiten, was der Fluß abgesetzt hat, Spitzner hat ihn im Hom. eingeführt, vgl. ad Il. 4, 483; Buttm. Lexil. II p. 24 setzt es mit [[ἠϊών]] u. [[ἠϊόεις]] in Vrbdg, was die Schreibung mit dem spirit. lenis rechtfertigen würde. Vgl. [[ἰαμεναί]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[prairie humide]], [[fond de vallée herbeuse]].<br />'''Étymologie:''' cf. 3ᵉ pl. épq. [[εἵαται]], de [[ἧμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἱᾰμενή''': ἢ εἰαμένη, ἡ, «[[τόπος]] [[ὅπου]] πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος· ἢ [[ἕλος]] παραποτάμιον κάθυδρον, ἢ ἀναβολὴ ποταμοῦ φυτὰ ἔχουσα» (Ἡσύχ.)· ἐν εἰαμενῇ ἕλεος Ἰλ. Δ. 483· λειμῶνες ὑπόδροσοι εἰαμεναί τε Θεόκρ. 25. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 193, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1202. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[ἧμαι]] (Ἐπ. γ΄ πληθ. [[εἵαται]]), γῆ χαμηλή· ἂν ἔχῃ οὕτω, [[προτιμητέος]] ὁ παροξύτ. [[τύπος]] εἱαμένη).
|lstext='''εἱᾰμενή''': ἢ εἰαμένη, ἡ, «[[τόπος]] [[ὅπου]] πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος· ἢ [[ἕλος]] παραποτάμιον κάθυδρον, ἢ ἀναβολὴ ποταμοῦ φυτὰ ἔχουσα» (Ἡσύχ.)· ἐν εἰαμενῇ ἕλεος Ἰλ. Δ. 483· λειμῶνες ὑπόδροσοι εἰαμεναί τε Θεόκρ. 25. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 193, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1202. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[ἧμαι]] (Ἐπ. γ΄ πληθ. [[εἵαται]]), γῆ χαμηλή· ἂν ἔχῃ οὕτω, [[προτιμητέος]] ὁ παροξύτ. [[τύπος]] εἱαμένη).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />prairie humide, fond de vallée herbeuse.<br />'''Étymologie:''' cf. 3ᵉ pl. épq. [[εἵαται]], de [[ἧμαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(εἱᾰμενή) -ῆς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> εἰαμ- Colluth.221, <i>EM</i> 295.16G.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.<i>Dian</i>.193]<br />[[pradera]] al borde de un río, [[vega]] ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma</i>, <i>Il</i>.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, [[ἄλλοτε]] δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles</i> A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ [[βυθός]] ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἱᾰμενή:''' ἡ, [[τροφή]] ζώων που φυτρώνει στις όχθες ποταμού, [[λιβάδι]], <i>ἐν εἰαμενῇ ἕλεος</i>, σε ένα ελώδες [[λιβάδι]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''εἱᾰμενή:''' ἡ, [[τροφή]] ζώων που φυτρώνει στις όχθες ποταμού, [[λιβάδι]], <i>ἐν εἰαμενῇ ἕλεος</i>, σε ένα ελώδες [[λιβάδι]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[low land]], [[humid prairie]] (Il.),<br />Other forms: [[ἴαμνοι]] pl. <b class="b2">id.</b> (Nic., H.). Cf. [[ἰαμενή]], <b class="b3">-αί</b>, auch <b class="b3">εἱαμένον νήνεμον</b>, [[κοῖλον]], [[βοτανώδη]] H. (<b class="b3">εἰ-</b>)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: One assumes a partiple with accent shift as in [[δεξαμενή]] (s. v.). Initial <b class="b3">εἱ-</b> for the metre? Prob. Pre-Greek seen the variation <b class="b3">-μεν-</b>/<b class="b3">-μν-</b>, which cannot have occurred in an inherited word (so no part.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εἱᾰμενή, ἡ,<br />a [[river]]-[[side]] [[pasture]], [[meadow]], ἐν εἰαμενῇ ἕλεος in a [[marshy]] [[meadow]], Il. [deriv. uncertain]
}}
{{FriskDe
|ftr='''εἱαμενή''': (εἰ-)<br />{heiamenḗ}<br />'''Forms''': ἴαμνος pl. ib. (Nik., H.). Vgl. ἰαμενή, -αί, auch εἱαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη H.<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Niederung]], [[feuchte Wiese]], [[Aue]] (ep. seit Il.),<br />'''Etymology''': Partizip mit Akzentverschiebung wie in [[δεξαμενή]] (s. d.); sonst dunkel. Anlautendes εἱ- kann metrisch bedingt sein.<br />'''Page''' 1,450
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱᾰμενή Medium diacritics: εἱαμενή Low diacritics: ειαμενή Capitals: ΕΙΑΜΕΝΗ
Transliteration A: heiamenḗ Transliteration B: heiamenē Transliteration C: eiameni Beta Code: ei(amenh/

English (LSJ)

or εἰαμενή, ἡ, a river-side pasture, meadow, ἐν εἱαμενῇ ἕλεος in a marshy meadow, Il.4.483; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc. 25.16, cf. Call.Dian.193, A.R.3.1202, Euph.138; εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης, of a shallow creek, Dem.Bith.4.5 (prob. a participial form): cf. also εἰαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη, Hsch.

Spanish (DGE)

(εἱᾰμενή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): εἰαμ- Colluth.221, EM 295.16G.
• Morfología: [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.Dian.193]
pradera al borde de un río, vega ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma, Il.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, ἄλλοτε δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5.

German (Pape)

[Seite 722] ἡ, eine niedrige, feuchte, grasreiche Ebene, Niederung, ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος; ἕλεος Il. 4, 483. 15, 631; sp. D.; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theocr. 25, 16; Callim. Dian. 193; Ap. Rh. 2, 795 u. öfter; eine überschwemmte Gegend, 3, 1202. Den spiritus asper haben die alten Grammatiker, die es von ἕσις ableiten, was der Fluß abgesetzt hat, Spitzner hat ihn im Hom. eingeführt, vgl. ad Il. 4, 483; Buttm. Lexil. II p. 24 setzt es mit ἠϊών u. ἠϊόεις in Vrbdg, was die Schreibung mit dem spirit. lenis rechtfertigen würde. Vgl. ἰαμεναί.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
prairie humide, fond de vallée herbeuse.
Étymologie: cf. 3ᵉ pl. épq. εἵαται, de ἧμαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἱᾰμενή: ἢ εἰαμένη, ἡ, «τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος· ἢ ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, ἢ ἀναβολὴ ποταμοῦ φυτὰ ἔχουσα» (Ἡσύχ.)· ἐν εἰαμενῇ ἕλεος Ἰλ. Δ. 483· λειμῶνες ὑπόδροσοι εἰαμεναί τε Θεόκρ. 25. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 193, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1202. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἧμαι (Ἐπ. γ΄ πληθ. εἵαται), γῆ χαμηλή· ἂν ἔχῃ οὕτω, προτιμητέος ὁ παροξύτ. τύπος εἱαμένη).

Greek Monolingual

εἱαμενή, η (Α)
λιβάδι σε υγρὸ τόπο.

Greek Monotonic

εἱᾰμενή: ἡ, τροφή ζώων που φυτρώνει στις όχθες ποταμού, λιβάδι, ἐν εἰαμενῇ ἕλεος, σε ένα ελώδες λιβάδι, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: low land, humid prairie (Il.),
Other forms: ἴαμνοι pl. id. (Nic., H.). Cf. ἰαμενή, -αί, auch εἱαμένον νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη H. (εἰ-)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One assumes a partiple with accent shift as in δεξαμενή (s. v.). Initial εἱ- for the metre? Prob. Pre-Greek seen the variation -μεν-/-μν-, which cannot have occurred in an inherited word (so no part.).

Middle Liddell

εἱᾰμενή, ἡ,
a river-side pasture, meadow, ἐν εἰαμενῇ ἕλεος in a marshy meadow, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

εἱαμενή: (εἰ-)
{heiamenḗ}
Forms: ἴαμνος pl. ib. (Nik., H.). Vgl. ἰαμενή, -αί, auch εἱαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη H.
Grammar: f.
Meaning: Niederung, feuchte Wiese, Aue (ep. seit Il.),
Etymology: Partizip mit Akzentverschiebung wie in δεξαμενή (s. d.); sonst dunkel. Anlautendes εἱ- kann metrisch bedingt sein.
Page 1,450