λαιμοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laimotomos
|Transliteration C=laimotomos
|Beta Code=laimoto/mos
|Beta Code=laimoto/mos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[throatcutting]], χείρ <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>444</span> (lyr.); σίδαρος <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>142</span>; σφαγίς <span class="title">AP</span>6.306 (Aristo). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> proparox. λαιμότομος, ον, [[with the throat cut]], <span class="bibl">E. <span class="title">Hec.</span>208</span> (lyr.); [[severed at the throat]], [[κεφαλά]] Id <span class="bibl"><span class="title">IA</span>776</span> (lyr.); <b class="b3">Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν</b> the blood dripping from the Gorgon's [[severed head]], Id.<span class="title">Ion</span>1054 (lyr.).</span>
|Definition=λαιμοτόμον,<br><span class="bld">A</span> [[throatcutting]], χείρ E.''IT''444 (lyr.); σίδαρος Tim.''Pers.''142; σφαγίς ''AP''6.306 (Aristo).<br><span class="bld">II</span> proparox. λαιμότομος, ον, [[with the throat cut]], E. ''Hec.''208 (lyr.); [[severed at the throat]], [[κεφαλά]] Id ''IA''776 (lyr.); <b class="b3">Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν</b> the blood dripping from the Gorgon's [[severed head]], Id.''Ion''1054 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui coupe la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui coupe la gorge]].<br />'''Étymologie:''' [[λαιμός]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμοτόμος Medium diacritics: λαιμοτόμος Low diacritics: λαιμοτόμος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimotómos Transliteration B: laimotomos Transliteration C: laimotomos Beta Code: laimoto/mos

English (LSJ)

λαιμοτόμον,
A throatcutting, χείρ E.IT444 (lyr.); σίδαρος Tim.Pers.142; σφαγίς AP6.306 (Aristo).
II proparox. λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec.208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id.Ion1054 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 7] die Kehle abschneidend, χείρ, Eur. I. T. 444; σφαγίς, Aristo 1 (VI, 306). – Aber λαιμότομος, mit abgeschnittener Kehle, l. d., Eur. Hec. 209; Γοργοῦς λαιμοτόμων ἀπὸ σταλαγμῶν Ion 1055, die Tropfen von dem abgeschnittenen Haupte der Gorgo; sp. D., wie φάρυγξ, Man. 1, 317.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

λαιμοτόμος:
1 перерезывающий горло (χείρ Eur.; σφαγίς Anth.);
2 отсекший голову (у Горгоны) (Περσεύς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμοτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὸν λαιμόν, Περσεὺς Εὐρ. Ἠλ. 459· χεὶρ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 444· σφαγὶς Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. προπαροξ. λαιμότομος, ον, ἔχων τὸν λαιμὸν κεκομμένον, ἀποτετμημένος τὸν λαιμὸν, Εὐρ. Ἑκ. 207· κεφαλὴ ὁ αὐτ. Ι. Α. 776· Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν, τὸ αἷμα στάζον ἀπὸ τῆς ἀποτμηθείσης κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1055, πρβλ. λαιμότμητος.

Greek Monolingual

λαιμοτόμος, -ον (α)
αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλοτόμος, φυλλοτόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

λαιμοτόμος: -ον (τέμνω),
I. αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.
II. προπαροξ., λαιμότομος, -ον, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί, αίμα που στάζει από το κομμένο κεφάλι της Γοργώς, στον ίδ.

Middle Liddell

λαιμο-τόμος, ον τέμνω
I. throat-cutting, Eur., Anth.
II. proparox.