ἀμφήρης: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(1a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfiris | |Transliteration C=amfiris | ||
|Beta Code=a)mfh/rhs | |Beta Code=a)mfh/rhs | ||
|Definition= | |Definition=ἀμφήρες, ([[ἀραρίσκω]])<br><span class="bld">A</span> [[fitted]] or joined on both sides; <b class="b3">ξύλα ἀ.</b> wood of the funeral pyre [[regularly piled all round]], E.''HF''243; <b class="b3">ἀ. σκηναί</b> dwellings [[well secured]], Id.''Ion''1128.<br><span class="bld">II</span> ([[ἐρέσσω]]) [[with oars on both sides]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">ἀ. δόρυ</b> [[sculling]]-[[boat]], E.''Cyc.''15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[provisto de remos en ambos lados]] de una barca δόρυ E.<i>Cyc</i>.15, ἀμφήρεις· νῆες [[ἀμφοτέρωθεν]] ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι Hsch., cf. Poll.1.82.<br /><b class="num">2</b> [[bien armado o montado por todos lados]] σκηναί E.<i>Io</i> 1128, ἀ. ξύλα leña de una pira bien apilada por todos lados</i> E.<i>HF</i> 243, [[ἀμφήρης]] [[αὐλός]]· ὁ ἑκατέραις χερσὶ κατεχόμενος <i>EM</i> 1174<br /><b class="num">•</b>στόμα ἀμφῆρες· ἀμφοτέραις γνάθοις ὁμοίως ἐσθίον <i>EM</i> 1174.<br /><b class="num">3</b> subst. [[tambor]] o [[rueda]] utilizada en una máquina para levantar pesos, Vitr.10.2.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0134.png Seite 134]] ες, 1) (ἄρω), ringsum wohl gefügt, σκηναί Eur. Ion 1129; ξύλα, das rings gut zusammengesetzte Holz des Scheiterhaufens, Herc. F. 243. – 2) ([[ἐρέσσω]]), [[ναῦς]], von beiden Seiten mit Rudern versehen, Hesych., wie wohl auch [[δόρυ]] Eur. Cycl. 15 zu nehmen. Davon | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0134.png Seite 134]] ες, 1) (ἄρω), ringsum wohl gefügt, σκηναί Eur. Ion 1129; ξύλα, das rings gut zusammengesetzte Holz des Scheiterhaufens, Herc. F. 243. – 2) ([[ἐρέσσω]]), [[ναῦς]], von beiden Seiten mit Rudern versehen, Hesych., wie wohl auch [[δόρυ]] Eur. Cycl. 15 zu nehmen. Davon | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[ajusté des deux côtés]] ; ἀμφῆρες [[δόρυ]] EUR le gouvernail (<i>anciennement double</i>);<br /><b>2</b> [[ajusté tout autour]] <i>en parl. du bois d'un bûcher funéraire, d'une tente</i> ; bien ajusté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], ἄρω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφήρης:'''<br /><b class="num">1</b> [[прилаженный с обеих сторон]]: ἀμφῆρες [[δόρυ]] Eur. двухлопастное весло;<br /><b class="num">2</b> [[сложенный вместе]], [[сваленный в кучу]] (ξύλα Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[со всех сторон сбитый]], [[крепко сколоченный]] ([[σκηνή]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφήρης''': -ες, (* ἄρω) ὁ [[ἑκατέρωθεν]] συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες [[δόρυ]], ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν [[πηδάλιον]], τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε [[πηδάλιον]]), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, [[καλῶς]] προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. ([[ἐρέσσω]]) = ὁ ἔχων κώπας [[ἑκατέρωθεν]], μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, [[νῆες]] [[ἀμφοτέρωθεν]] ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. [[ἀμφηρικός]]. | |lstext='''ἀμφήρης''': -ες, (* ἄρω) ὁ [[ἑκατέρωθεν]] συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες [[δόρυ]], ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν [[πηδάλιον]], τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε [[πηδάλιον]]), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, [[καλῶς]] προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. ([[ἐρέσσω]]) = ὁ ἔχων κώπας [[ἑκατέρωθεν]], μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, [[νῆες]] [[ἀμφοτέρωθεν]] ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. [[ἀμφηρικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,<br /><b>2.</b> ασφαλισμένος, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής [[πυρός]] με [[τάξη]] στοιβαγμένα [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[συναρμολογώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφηρικὸς</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,<br /><b>2.</b> ασφαλισμένος, [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής [[πυρός]] με [[τάξη]] στοιβαγμένα [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]], [[συναρμολογώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμφηρικὸς</i> ([[πρβλ]]. [[λογχήρης]], [[χαλκήρης]], [[ποδήρης]] <b>κ.ά.</b>)].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀμφήρης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κουπιά]] και στις δύο πλευρές<br /><b>2.</b> «ἀμφῆρες [[δόρυ]]», ελαφριά [[βάρκα]], με δύο [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐρέσσω]] «[[κωπηλατώ]]» ([[πρβλ]]. [[ταχυήρης]], [[τετρήρης]], [[τριήρης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφήρης:''' -ές (βλ. -[[ήρης]]), [[καλά]] προσαρμοσμένος και από τις [[δύο]] πλευρές, ἀμφῆρες [[δόρυ]], λέγεται για το διπλό [[πηδάλιο]] που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά πλοία, (βλ. [[πηδάλιον]]), σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀμφήρης:''' -ές (βλ. -[[ήρης]]), [[καλά]] προσαρμοσμένος και από τις [[δύο]] πλευρές, ἀμφῆρες [[δόρυ]], λέγεται για το διπλό [[πηδάλιο]] που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά πλοία, (βλ. [[πηδάλιον]]), σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[v. -[[ήρης]]<br />fitted on [[both]] sides, well-fitted, ἀμφῆρες [[δόρυ]], of the [[double]] [[rudder]] used in Greek ships (v. [[πηδάλιον]]), Eur. | |mdlsjtxt=[v. -[[ήρης]]<br />fitted on [[both]] sides, well-fitted, ἀμφῆρες [[δόρυ]], of the [[double]] [[rudder]] used in Greek ships (v. [[πηδάλιον]]), Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμφήρες, (ἀραρίσκω)
A fitted or joined on both sides; ξύλα ἀ. wood of the funeral pyre regularly piled all round, E.HF243; ἀ. σκηναί dwellings well secured, Id.Ion1128.
II (ἐρέσσω) with oars on both sides, Hsch.; ἀ. δόρυ sculling-boat, E.Cyc.15.
Spanish (DGE)
-ες
1 provisto de remos en ambos lados de una barca δόρυ E.Cyc.15, ἀμφήρεις· νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι Hsch., cf. Poll.1.82.
2 bien armado o montado por todos lados σκηναί E.Io 1128, ἀ. ξύλα leña de una pira bien apilada por todos lados E.HF 243, ἀμφήρης αὐλός· ὁ ἑκατέραις χερσὶ κατεχόμενος EM 1174
•στόμα ἀμφῆρες· ἀμφοτέραις γνάθοις ὁμοίως ἐσθίον EM 1174.
3 subst. tambor o rueda utilizada en una máquina para levantar pesos, Vitr.10.2.5.
German (Pape)
[Seite 134] ες, 1) (ἄρω), ringsum wohl gefügt, σκηναί Eur. Ion 1129; ξύλα, das rings gut zusammengesetzte Holz des Scheiterhaufens, Herc. F. 243. – 2) (ἐρέσσω), ναῦς, von beiden Seiten mit Rudern versehen, Hesych., wie wohl auch δόρυ Eur. Cycl. 15 zu nehmen. Davon
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 ajusté des deux côtés ; ἀμφῆρες δόρυ EUR le gouvernail (anciennement double);
2 ajusté tout autour en parl. du bois d'un bûcher funéraire, d'une tente ; bien ajusté.
Étymologie: ἀμφί, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφήρης:
1 прилаженный с обеих сторон: ἀμφῆρες δόρυ Eur. двухлопастное весло;
2 сложенный вместе, сваленный в кучу (ξύλα Eur.);
3 со всех сторон сбитый, крепко сколоченный (σκηνή Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφήρης: -ες, (* ἄρω) ὁ ἑκατέρωθεν συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ, ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν πηδάλιον, τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε πηδάλιον), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, καλῶς προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. (ἐρέσσω) = ὁ ἔχων κώπας ἑκατέρωθεν, μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. ἀμφηρικός.
Greek Monolingual
(I)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,
2. ασφαλισμένος, ασφαλής
3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ».
ΠΑΡ. ἀμφηρικὸς (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης, ποδήρης κ.ά.)].
(II)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει κουπιά και στις δύο πλευρές
2. «ἀμφῆρες δόρυ», ελαφριά βάρκα, με δύο κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἐρέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τετρήρης, τριήρης)].
Greek Monotonic
ἀμφήρης: -ές (βλ. -ήρης), καλά προσαρμοσμένος και από τις δύο πλευρές, ἀμφῆρες δόρυ, λέγεται για το διπλό πηδάλιο που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά πλοία, (βλ. πηδάλιον), σε Ευρ.
Middle Liddell
[v. -ήρης
fitted on both sides, well-fitted, ἀμφῆρες δόρυ, of the double rudder used in Greek ships (v. πηδάλιον), Eur.