σχένδυλα: Difference between revisions
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schendyla | |Transliteration C=schendyla | ||
|Beta Code=sxe/ndula | |Beta Code=sxe/ndula | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, a [[ship-carpenter's and blacksmith's tool]], perhaps a [[pair of pincers]] or [[pair of tongs]], <b class="b3">ναυπηγοῖς σ.</b> ''AP''11.203 (κενδυλα cod.): also [[σχενδύλη]], ''IG''22.1672.102, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σχενδυλόληπτοι]]. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] also cites σχενδῡλάω (ibid.); the Dim. [[σκενδύλιον]] ([[quod vide|q.v.]]) implies a form σκενδύλη which is not found. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ἡ, auch [[σχενδύλη]], ein Werkzeug der Schiffszimmerleute und Schmiede, vielleicht Zange, Zwinge, Ep. ad. 90 (XI, 2031; χαλκευτικὸν [[ὄργανον]], Hesych.; scheint mit ἔχω, [[σχεῖν]] zusammenzuhangen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1054.png Seite 1054]] ἡ, auch [[σχενδύλη]], ein Werkzeug der Schiffszimmerleute und Schmiede, vielleicht Zange, Zwinge, Ep. ad. 90 (XI, 2031; χαλκευτικὸν [[ὄργανον]], Hesych.; scheint mit ἔχω, [[σχεῖν]] zusammenzuhangen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[sorte de tenailles de charpentier]].<br />'''Étymologie:''' [[σχεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχένδῡλα''': ἡ, [[ἐργαλεῖον]] ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, [[ἴσως]] [[λαβίς]], «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν). | |lstext='''σχένδῡλα''': ἡ, [[ἐργαλεῖον]] ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, [[ἴσως]] [[λαβίς]], «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σχενδύλη]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη [[συγκράτηση]] μικρών αντικειμένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[είδος]] λαβίδας, τανάλιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> ( | |mltxt=και [[σχενδύλη]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη [[συγκράτηση]] μικρών αντικειμένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[είδος]] λαβίδας, τανάλιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> ([[πρβλ]]. [[κορδύλη]]). Το δασύ ουρανικό [[σύμφωνο]] του τ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. του ρ. [[χανδάνω]] «[[χωρώ]], [[περιλαμβάνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>χενδσ</i>-, <b>πρβλ.</b> μέλλ. [[χείσομαι]], ενώ το αρκτικό <i>σ</i>- της λ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του θ. <i>σχ</i>- του <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, a ship-carpenter's and blacksmith's tool, perhaps a pair of pincers or pair of tongs, ναυπηγοῖς σ. AP11.203 (κενδυλα cod.): also σχενδύλη, IG22.1672.102, Hsch. s.v. σχενδυλόληπτοι. Hsch. also cites σχενδῡλάω (ibid.); the Dim. σκενδύλιον (q.v.) implies a form σκενδύλη which is not found.
German (Pape)
[Seite 1054] ἡ, auch σχενδύλη, ein Werkzeug der Schiffszimmerleute und Schmiede, vielleicht Zange, Zwinge, Ep. ad. 90 (XI, 2031; χαλκευτικὸν ὄργανον, Hesych.; scheint mit ἔχω, σχεῖν zusammenzuhangen.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de tenailles de charpentier.
Étymologie: σχεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
σχένδῡλα: ἡ, ἐργαλεῖον ξυλουργοῦ καὶ σιδηρουργοῦ, ἴσως λαβίς, «τανάλια», Ἀνθ. Π. 11. 203 καὶ σχεδύλη, Ἡσύχ. ἐν λεξ. σχενδυλόληπτος. Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σχενδῡλάω· καὶ ὑποκορ. σκενδύλιον, (οὕτω), τό, ἀπαντᾷ παρ’ Ἥρωνι Βελοπ. σ. 123. (Ἐκ τοῦ ἔχω, σχεῖν).
Greek Monolingual
και σχενδύλη, η, ΝΑ
νεοελλ.
είδος μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη συγκράτηση μικρών αντικειμένων
αρχ.
πιθ. είδος λαβίδας, τανάλιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ύλη (πρβλ. κορδύλη). Το δασύ ουρανικό σύμφωνο του τ., ωστόσο, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. του ρ. χανδάνω «χωρώ, περιλαμβάνω» (< χενδσ-, πρβλ. μέλλ. χείσομαι, ενώ το αρκτικό σ- της λ. οφείλεται σε επίδραση του θ. σχ- του ἔχω (πρβλ. αόρ. ἔ-σχ-ον)].
Greek Monotonic
σχένδῡλα: ἡ (σχεῖν), εργαλείο ξυλουργού ή σιδηρουργού, λαβίδα ή τανάλια, σε Ανθ.