περίτασις: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peritasis | |Transliteration C=peritasis | ||
|Beta Code=peri/tasis | |Beta Code=peri/tasis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[extension all round]], Plu.2.1003d.<br><span class="bld">II</span> [[distension]], <b class="b3">κοιλίης, τοῦ δέρματος</b>, Hp.''Prorrh.''1.99, ''Epid.''4.55; μαστῶν Dsc. 3.34.<br><span class="bld">2</span> [[tight fit]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.12.11.<br><span class="bld">3</span> [[contraction]], νεύρων Androm. ap. Gal.13.1036. (Dub. sens. in Vett.Val.14.2.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0596.png Seite 596]] ἡ, das Umspannen, Plut. qu. Plat. 5, 1; die Geschwulst rings umher, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0596.png Seite 596]] ἡ, das Umspannen, Plut. qu. Plat. 5, 1; die Geschwulst rings umher, Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de tendre autour]].<br />'''Étymologie:''' [[περιτείνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίτᾰσις:''' εως ἡ [[круговое растяжение]], [[обтягивание]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίτᾰσις''': ἡ, τέντωμα ὁλόγυρα, τῇ περιτάσει καθάπερ αἱ δωδεκάσκυτοι σφαῖραι, κυκλοτερὲς γίνεται καὶ περιληπτικὸν Πλούτ. 2. 1003D, κτλ. ΙΙ. ἰσχυρὸν τέντωμα, [[ἐξοίδησις]], κοιλίης, τοῦ δέρματος Ἱππ. 75C, κτλ.· μαστῶν τε περίτασιν καὶ σπάργωσιν Διοσκ. 3. 41. | |lstext='''περίτᾰσις''': ἡ, τέντωμα ὁλόγυρα, τῇ περιτάσει καθάπερ αἱ δωδεκάσκυτοι σφαῖραι, κυκλοτερὲς γίνεται καὶ περιληπτικὸν Πλούτ. 2. 1003D, κτλ. ΙΙ. ἰσχυρὸν τέντωμα, [[ἐξοίδησις]], κοιλίης, τοῦ δέρματος Ἱππ. 75C, κτλ.· μαστῶν τε περίτασιν καὶ σπάργωσιν Διοσκ. 3. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[περιτείνω]]<br /><b>1.</b> [[τέντωμα]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> ισχυρή [[διάταση]], [[πρήξιμο]] («[[περίτασις]] τοῦ δέρματος», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ισχυρή [[σύσπαση]], [[συστολή]]<br /><b>4.</b> δυνατή [[πρόσφυση]] ενός πράγματος [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περίτασις -εως, ἡ [περιτείνω] geneesk. zwelling. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A extension all round, Plu.2.1003d.
II distension, κοιλίης, τοῦ δέρματος, Hp.Prorrh.1.99, Epid.4.55; μαστῶν Dsc. 3.34.
2 tight fit, Thphr. CP 4.12.11.
3 contraction, νεύρων Androm. ap. Gal.13.1036. (Dub. sens. in Vett.Val.14.2.)
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Umspannen, Plut. qu. Plat. 5, 1; die Geschwulst rings umher, Medic.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de tendre autour.
Étymologie: περιτείνω.
Russian (Dvoretsky)
περίτᾰσις: εως ἡ круговое растяжение, обтягивание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περίτᾰσις: ἡ, τέντωμα ὁλόγυρα, τῇ περιτάσει καθάπερ αἱ δωδεκάσκυτοι σφαῖραι, κυκλοτερὲς γίνεται καὶ περιληπτικὸν Πλούτ. 2. 1003D, κτλ. ΙΙ. ἰσχυρὸν τέντωμα, ἐξοίδησις, κοιλίης, τοῦ δέρματος Ἱππ. 75C, κτλ.· μαστῶν τε περίτασιν καὶ σπάργωσιν Διοσκ. 3. 41.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α περιτείνω
1. τέντωμα ολόγυρα
2. ισχυρή διάταση, πρήξιμο («περίτασις τοῦ δέρματος», Ιπποκρ.)
3. ισχυρή σύσπαση, συστολή
4. δυνατή πρόσφυση ενός πράγματος πάνω σε κάτι άλλο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίτασις -εως, ἡ [περιτείνω] geneesk. zwelling.