συναναλίσκω: Difference between revisions
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synanalisko | |Transliteration C=synanalisko | ||
|Beta Code=sunanali/skw | |Beta Code=sunanali/skw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[consume together]] or [[likewise]], <b class="b3">τοὺς λεγομένους ἅλας σ.</b> [[consume in company]] the proverbial salt, i.e. live in close companionship, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1156b27; <b class="b3">ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν σ.</b> D.50.42: metaph., σ. τὸ μεμνῆσθαι τὴν Χάριν Id.1.11.<br><span class="bld">II</span> [[help by spending money]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.4.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συν- | |elnltext=συν-ᾰνᾱλίσκω gezamenlijk uitgeven; Aristot. EN 1156b27; de kosten delen. Xen. Mem. 2.4.6. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
A consume together or likewise, τοὺς λεγομένους ἅλας σ. consume in company the proverbial salt, i.e. live in close companionship, Arist.EN1156b27; ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν σ. D.50.42: metaph., σ. τὸ μεμνῆσθαι τὴν Χάριν Id.1.11.
II help by spending money, X.Mem.2.4.6.
German (Pape)
[Seite 1000] (s. ἀναλίσκω), mit oder zugleich aufwenden; Xen. Mem. 2, 4, 6; συνανάλωσε Dem. 1, 11.
French (Bailly abrégé)
1 dépenser ensemble;
2 assister qqn de son argent.
Étymologie: σύν, ἀναλίσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾰνᾱλίσκω gezamenlijk uitgeven; Aristot. EN 1156b27; de kosten delen. Xen. Mem. 2.4.6.
Russian (Dvoretsky)
συνανᾱλίσκω: (fut. συνανᾱλώσω)
1 вместе расходовать, одновременно тратить (τι Dem.): οὐκ ἔστιν εἰδῆσαι ἀλλήλους πρὶν τοὺς λεγομένους ἅλας συναναλῶσαι Arst. по пословице, (людям) нельзя узнать друг друга прежде, чем они не съедят вместе меру соли;
2 вместе нести расходы, оказывать денежную помощь Xen.
Greek Monolingual
Α
1. καταναλώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
2. ξοδεύω χρήματα για να βοηθήσω κάποιον
3. μτφ. (σχετικά με ιδιότητά μου) χάνω («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν χάριν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναλίσκω «ξοδεύω, καταναλώνω»].
Greek Monotonic
συνᾰνᾱλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω,
I. καταναλώνω, ξοδεύω μαζί ή με συντροφιά, σε Δημ.
II. βοηθώ στην κατασπατάληση ξοδεύοντας κι εγώ χρήματα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, ἀναλίσκω ὁμοῦ ἢ παρομοίως, τοὺς λεγομένους ἅλας σ., καταναλίσκω ὁμοῦ τὸ παροιμιῶδες ἅλας, δηλ. ζῶ ἐν στενῇ σχέσει μετά τινος, ὡς σύντροφος αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 3, 8˙ ὅσα ἐδεῖτο εἰς τὴν ναῦν συνανήλισκον Δημ. 1220. 2· μεταφ., συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν χάριν ὁ αὐτ. 12. 12. ΙΙ. βοηθῶ δαπανῶν καὶ ἐγὼ χρήματα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6,
Middle Liddell
fut. -ανᾱλώσω
I. to expend together or in company, Dem.
II. to help by spending money, Xen.