εὔτροπος: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
(15)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eytropos
|Transliteration C=eytropos
|Beta Code=eu)/tropos
|Beta Code=eu)/tropos
|Definition=ον, (τρέπω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">versatile</b>, etym. of <b class="b3">εὐτράπελος</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1128a10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (τρόπος) <b class="b2">morally good</b>, Sch.<span class="bibl">Od.1.1</span>; of diseases, <b class="b2">mild</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Hum.</span>13</span>; <b class="b3">εὔτροπος ἀνθρώποισι δαίμων</b> dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.2.6</span> (cf. <span class="bibl">Epich.258</span>). Adv. -πως, gloss on [[εὐοργήτως]], Sch.<span class="bibl">Th.1.122</span>.</span>
|Definition=εὔτροπον, ([[τρέπω]])<br><span class="bld">A</span> [[versatile]], etym. of [[εὐτράπελος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1128a10.<br><span class="bld">II</span> ([[τρόπος]]) [[morally good]], Sch.Od.1.1; of diseases, [[mild]], Hp.''Hum.''13; <b class="b3">εὔτροπος ἀνθρώποισι δαίμων</b> dub. sens. in ''PHib.''1.2.6 (cf. Epich.258). Adv. [[εὐτρόπως]], ''Glossaria'' on [[εὐοργήτως]], Sch.Th.1.122.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1104.png Seite 1104]] gewandt, Erkl. von [[εὐτράπελος]], Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1104.png Seite 1104]] gewandt, Erkl. von [[εὐτράπελος]], Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[versatile]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔτροπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[изворотливый]], [[легко приспособляющийся]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτροπος''': -ον, ([[τρέπω]]) [[εὔστροφος]], οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, [[οἷον]] εὔτροποι˙ τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «[[εὔτροπος]] γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ [[ἦθος]] ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], οὐχὶ [[ὀξύς]], καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως˙ ὀργὴ γὰρ ὁ [[τρόπος]]» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.
|lstext='''εὔτροπος''': -ον, ([[τρέπω]]) [[εὔστροφος]], οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, [[οἷον]] εὔτροποι· τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις [[εἶναι]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «[[εὔτροπος]] γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ [[ἦθος]] ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. ἐπὶ νοσημάτων, [[ἤπιος]], οὐχὶ [[ὀξύς]], καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως· ὀργὴ γὰρ ὁ [[τρόπος]]» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />versatile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔτροπος]], -ον (ΑΜ)<br />[[επιδέξιος]], [[εύστροφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλούς τρόπους<br /><b>2.</b> (για νοσήματα) [[ήπιος]], [[μαλακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτρόπως</i> (Α)<br />(ως σχόλ. του επιρρ. <i>εὐοργήτως</i> στον <b>Θουκ.</b>) «εὐοργήτως<br />εὐτρόπως<br />ὀργὴ γὰρ ὁ [[τρόπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]])].
|mltxt=[[εὔτροπος]], -ον (ΑΜ)<br />[[επιδέξιος]], [[εύστροφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλούς τρόπους<br /><b>2.</b> (για νοσήματα) [[ήπιος]], [[μαλακός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐτρόπως</i> (Α)<br />(ως σχόλ. του επιρρ. <i>εὐοργήτως</i> στον <b>Θουκ.</b>) «εὐοργήτως<br />εὐτρόπως<br />ὀργὴ γὰρ ὁ [[τρόπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔτροπος:''' -ον ([[τρέπω]]), [[εύστροφος]], [[πολυμήχανος]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-τροπος, ον [[τρέπω]]<br />[[versatile]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτροπος Medium diacritics: εὔτροπος Low diacritics: εύτροπος Capitals: ΕΥΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: eútropos Transliteration B: eutropos Transliteration C: eytropos Beta Code: eu)/tropos

English (LSJ)

εὔτροπον, (τρέπω)
A versatile, etym. of εὐτράπελος, Arist.EN1128a10.
II (τρόπος) morally good, Sch.Od.1.1; of diseases, mild, Hp.Hum.13; εὔτροπος ἀνθρώποισι δαίμων dub. sens. in PHib.1.2.6 (cf. Epich.258). Adv. εὐτρόπως, Glossaria on εὐοργήτως, Sch.Th.1.122.

German (Pape)

[Seite 1104] gewandt, Erkl. von εὐτράπελος, Arist. eth. 4, 8; gew. im guten Sinne, gutartig, Hippocr. u. Poll. – Adv., Schol. Thuc. 1, 122, als Erkl. von εὐοργήτως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
versatile.
Étymologie: εὖ, τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

εὔτροπος:
1 изворотливый, легко приспособляющийся Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτροπος: -ον, (τρέπω) εὔστροφος, οἱ δὲ ἐμμελῶς παίζοντες εὐτράπελοι προσαγορεύονται, οἷον εὔτροποι· τοῦ γὰρ ἤθους αἱ τοιαῦται δοκοῦσι κινήσεις εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 3. ΙΙ. ὁ καλοὺς ἔχων τρόπους, «εὔτροπος γὰρ ἀνὴρ ὁ τὸ ἦθος ἔχων εἰς τὸ εὖ τετραμμένον» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 1· ἐπὶ νοσημάτων, ἤπιος, οὐχὶ ὀξύς, καὶ εὔτροποι καὶ οὐ κατόξεες Ἱππ. 50. 24. - Ἐπίρρ. εὐτρόπως, «εὐοργήτως, εὐτρόπως· ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος» Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 122.

Greek Monolingual

εὔτροπος, -ον (ΑΜ)
επιδέξιος, εύστροφος
αρχ.
1. αυτός που έχει καλούς τρόπους
2. (για νοσήματα) ήπιος, μαλακός.
επίρρ...
εὐτρόπως (Α)
(ως σχόλ. του επιρρ. εὐοργήτως στον Θουκ.) «εὐοργήτως
εὐτρόπως
ὀργὴ γὰρ ὁ τρόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρόπος (< τρέπω)].

Greek Monotonic

εὔτροπος: -ον (τρέπω), εύστροφος, πολυμήχανος, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὔ-τροπος, ον τρέπω
versatile, Arist.