τροχαντήρ: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochantir | |Transliteration C=trochantir | ||
|Beta Code=troxanth/r | |Beta Code=troxanth/r | ||
|Definition= | |Definition=τροχαντῆρος, ὁ, in Anatomy,<br><span class="bld">A</span> [[trochanter]], i.e. either of two [[processes]] at the head of the thigh bone, Gal.''UP''15.8, cf. Id.2.309, 312, Epigr. ap. S.E.''M.''1.316sq.<br><span class="bld">II</span> part of the stern of a ship, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> an instrument of torture, [[LXX]] ''4 Ma.''8.13 ([[varia lectio|v.l.]] -τήρια). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τροχαντήρ''': ῆρος, ὁ, ἐν τῇ Ἀνατομικῇ τροχαντῆρες ἐκαλοῦντο ἀποφύσεις ἢ ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἀνώτατον [[ἄκρον]] τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, [[ὑποκάτω]] τοῦ αὐχένος, εἰς ἃς καταφύονται οἱ μύες· ὁ [[ἀνώτερος]] τροχαντὴρ ὁ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ μέρους ἐκαλεῖτο ὁ [[μέγας]]· ὁ δὲ [[κατώτερος]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερκοῦ ἐκαλεῖτο ὁ [[μικρός]], Γαλην. τ. 2, σελ. 307, 773, ἔκδ. Kühn., «ἡ δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τοῦ μηροῦ τῶν ὀστῶν [[ἔκφυσις]] τροχαντὴρ ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 187. ΙΙ. [[μέρος]] τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, Ἡσύχ. ΙΙΙ. βασανιστικὸν [[ὄργανον]], ὡς ὁ [[τροχός]], Ἰωσήπ. Μακκ. 8· πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τροχαντήρας]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ,<br><b class="num">1</b> <i>der [[Läufer]], [[Umläufer]]</i>.<br><b class="num">2</b> am Kopfe <i>der [[Hüftknochen]]</i>, eine [[runde]] Vorragung zur [[Bewegung]] und [[Vergliederung]] in der [[Pfanne]].<br><b class="num">3</b> <i>ein [[Stück]] am [[Hinterteile]] des Schiffes</i>, Hesych.<br><b class="num">4</b> <i>ein [[Marterwerkzeug]]</i>, Jos. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
τροχαντῆρος, ὁ, in Anatomy,
A trochanter, i.e. either of two processes at the head of the thigh bone, Gal.UP15.8, cf. Id.2.309, 312, Epigr. ap. S.E.M.1.316sq.
II part of the stern of a ship, Hsch.
III an instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13 (v.l. -τήρια).
Greek (Liddell-Scott)
τροχαντήρ: ῆρος, ὁ, ἐν τῇ Ἀνατομικῇ τροχαντῆρες ἐκαλοῦντο ἀποφύσεις ἢ ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἀνώτατον ἄκρον τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, ὑποκάτω τοῦ αὐχένος, εἰς ἃς καταφύονται οἱ μύες· ὁ ἀνώτερος τροχαντὴρ ὁ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ μέρους ἐκαλεῖτο ὁ μέγας· ὁ δὲ κατώτερος ὁ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερκοῦ ἐκαλεῖτο ὁ μικρός, Γαλην. τ. 2, σελ. 307, 773, ἔκδ. Kühn., «ἡ δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τοῦ μηροῦ τῶν ὀστῶν ἔκφυσις τροχαντὴρ ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 187. ΙΙ. μέρος τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, Ἡσύχ. ΙΙΙ. βασανιστικὸν ὄργανον, ὡς ὁ τροχός, Ἰωσήπ. Μακκ. 8· πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. τροχαντήρας.
German (Pape)
ῆρος, ὁ,
1 der Läufer, Umläufer.
2 am Kopfe der Hüftknochen, eine runde Vorragung zur Bewegung und Vergliederung in der Pfanne.
3 ein Stück am Hinterteile des Schiffes, Hesych.
4 ein Marterwerkzeug, Jos.