ἐξεταστής: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksetastis | |Transliteration C=eksetastis | ||
|Beta Code=e)cetasth/s | |Beta Code=e)cetasth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξεταστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[examiner]], [[inquirer into]], τινός D.H.2.67, Plu.''Ages.''11.<br><span class="bld">2</span> [[auditor of public accounts]], Arist.''Pol.''1322b11, ''SIG''284.10 (Erythrae), 976.77 (Samos), 1015.32 (Halic.).<br><span class="bld">3</span> at Athens, [[officer who checked payments to]] [[ξένοι]], etc., Aeschin.1.113, ''IG'' 22.641 (iii B.C.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ὁ, der Prüfende, Untersucher, – a) in Athen eine Behörde, die die Vollzähligkeit der Söldnerheere untersuchen mußte, Aesch. 1, 113; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 315. – b) eine Behörde zur Abnahme der Rechenschaft der Beamten, Arist. pol. 6, 8. – c) allgemein, τῶν κλαπέντων Plut. Ages. 11; Luc. Gall. 22. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui examine]], [[qui fait une enquête]];<br /><b>2</b> <i>particul.</i> ἐξεταστὴς τῶν [[ξένων]] ESCHN magistrat chargé de vérifier le montant de la solde des troupes mercenaires, à Athènes;<br /><b>3</b> magistrat ayant pouvoir de contrôler d'autres magistrats (Samos).<br />'''Étymologie:''' [[ἐξετάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξεταστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[осуществляющий проверку]], [[следователь]] ([[πικρός]] Luc., Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исследователь]] (τῆς ἀληθείας Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[эксетаст]], [[государственный ревизор]], [[контролер]] Arst.: ἐ. τῶν [[ξένων]] Aeschin. (в Афинах) эксетаст по делам иноземных (т. е. наемных) войск. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξεταστής''': -οῦ, ὁ ἐξετάζων, ὁ σταθμίζων, ὁ ἀνακρίνων, ὧν ἐξετασταί τε καὶ κολασταὶ κατὰ νόμον εἰσὶν οἱ ἱεροφάνται Διον. Ἁλ. 2. 67, Πλούτ. Ἀγησ. 11. 2) ἔν τισι πολιτείαις = ἐλεγκτὴς δημοσίων λογαριασμῶν, [[λογιστής]], Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16. 3) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων οὗ [[ἔργον]] ἦν τὸ ἐξελέγχειν τὸν ἀριθμὸν τῶν μισθοφόρων (ξένων) [[ὅπως]] μὴ συμβαίνῃ [[κατάχρησις]] ἐν τῇ πληρωμῇ τοῦ μισθοῦ αὐτῶν, Αἰσχίν. 16. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 106 ([[ἔνθα]] ἴδε Böckh). Ἴδε καὶ Α. Β. 252. 6. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (θηλ. εξετάστρια) (AM [[ἐξεταστής]]) [[εξετάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εξετάζει την [[απόδοση]] μαθητών, υποψηφίων κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει την [[τάση]] να ελέγχει τους άλλους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεγκτής]] δημόσιων λογαριασμών<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) αυτός που είχε ως [[καθήκον]] να ελέγχει τη [[μισθοδοσία]] τών μισθοφορικών στρατευμάτων. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξεταστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἐξετάζω]]), [[ανακριτής]], [[επιθεωρητής]], σε Πλούτ.· στην Αθήνα, ο [[ταμίας]], σε Αισχίν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξεταστής]], οῦ, [[ἐξετάζω]]<br />an [[examiner]], [[inquirer]], Plut.: at [[Athens]], a [[paymaster]], Aeschin. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξεταστοῦ, ὁ,
A examiner, inquirer into, τινός D.H.2.67, Plu.Ages.11.
2 auditor of public accounts, Arist.Pol.1322b11, SIG284.10 (Erythrae), 976.77 (Samos), 1015.32 (Halic.).
3 at Athens, officer who checked payments to ξένοι, etc., Aeschin.1.113, IG 22.641 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, der Prüfende, Untersucher, – a) in Athen eine Behörde, die die Vollzähligkeit der Söldnerheere untersuchen mußte, Aesch. 1, 113; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 315. – b) eine Behörde zur Abnahme der Rechenschaft der Beamten, Arist. pol. 6, 8. – c) allgemein, τῶν κλαπέντων Plut. Ages. 11; Luc. Gall. 22.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui examine, qui fait une enquête;
2 particul. ἐξεταστὴς τῶν ξένων ESCHN magistrat chargé de vérifier le montant de la solde des troupes mercenaires, à Athènes;
3 magistrat ayant pouvoir de contrôler d'autres magistrats (Samos).
Étymologie: ἐξετάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεταστής: οῦ ὁ
1 осуществляющий проверку, следователь (πικρός Luc., Plut.);
2 исследователь (τῆς ἀληθείας Plut.);
3 эксетаст, государственный ревизор, контролер Arst.: ἐ. τῶν ξένων Aeschin. (в Афинах) эксетаст по делам иноземных (т. е. наемных) войск.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεταστής: -οῦ, ὁ ἐξετάζων, ὁ σταθμίζων, ὁ ἀνακρίνων, ὧν ἐξετασταί τε καὶ κολασταὶ κατὰ νόμον εἰσὶν οἱ ἱεροφάνται Διον. Ἁλ. 2. 67, Πλούτ. Ἀγησ. 11. 2) ἔν τισι πολιτείαις = ἐλεγκτὴς δημοσίων λογαριασμῶν, λογιστής, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16. 3) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων οὗ ἔργον ἦν τὸ ἐξελέγχειν τὸν ἀριθμὸν τῶν μισθοφόρων (ξένων) ὅπως μὴ συμβαίνῃ κατάχρησις ἐν τῇ πληρωμῇ τοῦ μισθοῦ αὐτῶν, Αἰσχίν. 16. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 106 (ἔνθα ἴδε Böckh). Ἴδε καὶ Α. Β. 252. 6.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) εξετάζω
νεοελλ.
1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ.
2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους
αρχ.-μσν.
κριτής, δικαστής
αρχ.
1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών
2. (στην Αθήνα) αυτός που είχε ως καθήκον να ελέγχει τη μισθοδοσία τών μισθοφορικών στρατευμάτων.
Greek Monotonic
ἐξεταστής: -οῦ, ὁ (ἐξετάζω), ανακριτής, επιθεωρητής, σε Πλούτ.· στην Αθήνα, ο ταμίας, σε Αισχίν.
Middle Liddell
ἐξεταστής, οῦ, ἐξετάζω
an examiner, inquirer, Plut.: at Athens, a paymaster, Aeschin.