πηγάζω: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pigazo | |Transliteration C=pigazo | ||
|Beta Code=phga/zw | |Beta Code=phga/zw | ||
|Definition=(πηγή) < | |Definition=([[πηγή]])<br><span class="bld">A</span> [[spring]], [[gush forth]], πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι ''APl.''4.310 (Damoch.); <b class="b3">πηγάζοντες μαστοί, φλέβες πηγάζουσαι</b>, Ph.1.31,2.324.<br><span class="bld">2</span> c. acc. cogn., [[gush forth with]], νᾶμα μέλισσα πηγάζει ''AP''9.404 (Antiphil.); π. ῥεῖθρα Heraclit.''All.''9; [Ζεὺς] π. ζωὴν νοεράν Procl. ''in Cra.''p.52 P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> sourdre, jaillir comme d'une source <i>au pr. et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire sourdre, faire couler comme d'une source, épancher.<br />'''Étymologie:''' [[πηγή]]. | |btext=<b>1</b> <i>intr.</i> sourdre, jaillir comme d'une source <i>au pr. et au fig.</i><br /><b>2</b> <i>tr.</i> [[faire sourdre]], [[faire couler comme d'une source]], [[épancher]].<br />'''Étymologie:''' [[πηγή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηγάζω:''' [[струить]], [[испускать]] (γλυκὺ [[νᾶμα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηγάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[πηγή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αναπηδώ]] ή [[αναβλύζω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[αναβλύζω]] με [[νερό]], στο ίδ. | |lsmtext='''πηγάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[πηγή]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αναπηδώ]] ή [[αναβλύζω]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αντ., [[αναβλύζω]] με [[νερό]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πηγάζω]], fut. -άσω [[πηγή]]<br /><b class="num">1.</b> to [[spring]] or [[gush]] [[forth]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. cogn. to [[gush]] [[forth]] with [[water]], Anth. | |mdlsjtxt=[[πηγάζω]], fut. -άσω [[πηγή]]<br /><b class="num">1.</b> to [[spring]] or [[gush]] [[forth]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. cogn. to [[gush]] [[forth]] with [[water]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
(πηγή)
A spring, gush forth, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι APl.4.310 (Damoch.); πηγάζοντες μαστοί, φλέβες πηγάζουσαι, Ph.1.31,2.324.
2 c. acc. cogn., gush forth with, νᾶμα μέλισσα πηγάζει AP9.404 (Antiphil.); π. ῥεῖθρα Heraclit.All.9; [Ζεὺς] π. ζωὴν νοεράν Procl. in Cra.p.52 P.
German (Pape)
[Seite 608] 1) quellen, aufquellen, zum Quell werden, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι, Damochar. 4 (Plan. 310). – 2) trans., quellen lassen, wie eine Quelle fließen lassen, νᾶμα πηγάζει μέλισσα, Antiph. 29 (IX, 404) u. a. Sp., wie Nonn.; Hesych. erkl. ἀναβλύζω.
French (Bailly abrégé)
1 intr. sourdre, jaillir comme d'une source au pr. et au fig.
2 tr. faire sourdre, faire couler comme d'une source, épancher.
Étymologie: πηγή.
Russian (Dvoretsky)
πηγάζω: струить, испускать (γλυκὺ νᾶμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πηγάζω: μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ πέτρα πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., νᾶμα μέλισσα πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., κάμνω ὥστε νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) ὑγραίνω, βρέχω, τὸ ἔδαφος δάκρυσι ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πηγή
1. (για νερό και άλλα ρευστά) αναβρύζω, αναβλύζω, ξεπηδώ
2. μτφ. εκπηγάζω, προέρχομαι, απορρέω (α. «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» β. «διὰ γυναικὸς πηγάζει τὰ κρείττονα», Κασσ.
γ. «ζωὴ μὲν ἐκ Θεοῦ πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Πνεύματι ἐνεργουμένη», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
(για ποταμό) έχω τις πηγές μου («ο Νείλος πηγάζει από τα οροπέδια της Αιθιοπίας»)
μσν.-αρχ.
1. παρέχω νερό, βγάζω νερό («πέτρα δὲ διψῶσιν ἐπήγαζε», Γρηγ. Ναζ.)
2. παρέχω, χαρίζω άφθονα (α. «Χριστὸς πηγάζων τὸ θεῖον νᾱμα τοῖς διψῶσι», Ωριγ.
β. «ἔρημος ἄρτους ἐπήγαζεν», Βασ. Σελ.)
3. δροσίζω, ποτίζω («ποίμνην... τοῖς λόγοις ἐπήγασα», Γρηγ. Ναζ)
4. παράγω, δημιουργώ («πηγάζει ζωὴν νοεράν», Πρόκλ.)
5. παράγω ρευστό, αναβλύζω κάτι (α. «πηγάζοντες μαστοί», Φίλ.
β. «νᾱμα μέλισσα πηγάζει, Αντίφιλ.
γ. «ἐκ φλογὸς τοῖς ὁσίοις δρόσον ἐπήγασας», Μηναί.).
Greek Monotonic
πηγάζω: μέλ. -άσω (πηγή),
1. αναπηδώ ή αναβλύζω, σε Ανθ.
2. με σύστ. αντ., αναβλύζω με νερό, στο ίδ.
Middle Liddell
πηγάζω, fut. -άσω πηγή
1. to spring or gush forth, Anth.
2. c. acc. cogn. to gush forth with water, Anth.