κατάπονος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataponos
|Transliteration C=kataponos
|Beta Code=kata/ponos
|Beta Code=kata/ponos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tired, wearied</b>, ἀθλητής <span class="bibl">Plu. <span class="title">Sull.</span>29</span>; <b class="b2">worn out, exhausted</b>, of cattle, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>3.1170v462</span> (iii A. D.); ὑπ' ἀλλήλων <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">laboured</b>, of poetry or works of art, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tim.</span>36</span>; <b class="b2">wearisome</b>, λατρεία <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>4.14</span>; κ. βάρος Phld.<span class="title">D.</span> 3.13.</span>
|Definition=κατάπονον,<br><span class="bld">A</span> [[tired]], [[wearied]], ἀθλητής Plu. ''Sull.''29; [[worn out]], [[exhausted]], of cattle, ''PLond.''3.1170v462 (iii A. D.); ὑπ' ἀλλήλων Plu.''Alc.''25.<br><span class="bld">II</span> [[laboured]], of poetry or works of art, Id.''Tim.''36; [[wearisome]], λατρεία [[LXX]] ''3 Ma.''4.14; κ. βάρος Phld.''D.'' 3.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1371.png Seite 1371]] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14.
|btext=ος, ον :<br />[[fatigué]], [[épuisé]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πόνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-πονος -ον afgemat:. ἀθλητὴς κατάπονος een uitgeputte atleet Plut. Sull. 29.1. waaraan veel moeite is besteed.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />fatigué, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πόνος]].
|elrutext='''κατάπονος:''' [[ослабленный]], [[изнуренный]], [[надломленный]] (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ [[ἀλλήλων]] Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καταπονημένος, κουρασμένος, [[κατάκοπος]]<br /><b>2.</b> εξασθενημένος, εξαντλημένος<br /><b>3.</b> (για [[ποίηση]] ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος<br /><b>4.</b> [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>πονος</i>, <i>σύμ</i>-<i>πονος</i>].
|mltxt=[[κατάπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καταπονημένος, κουρασμένος, [[κατάκοπος]]<br /><b>2.</b> εξασθενημένος, εξαντλημένος<br /><b>3.</b> (για [[ποίηση]] ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος<br /><b>4.</b> [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόνος]]), [[πρβλ]]. [[επίπονος]], [[σύμπονος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάπονος:''' -ον, κουρασμένος, [[κατάκοπος]], εξουθενωμένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατάπονος:''' -ον, κουρασμένος, [[κατάκοπος]], εξουθενωμένος, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάπονος:''' ослабленный, изнуренный, надломленный (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ [[ἀλλήλων]] Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.
|lstext='''κατάπονος''': -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ [[ἔφεδρος]] ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. [[κοπιώδης]], [[ἐπίπονος]], πόνους προξενῶν, [[ὀχληρός]], [[λατρεία]] Μακκαβ. 3. 4, 14.
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-πονος -ον afgemat:. ἀθλητὴς κατάπονος een uitgeputte atleet Plut. Sull. 29.1. waaraan veel moeite is besteed.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατά]]-πονος, ον<br />[[tired]], wearied, Plut.
|mdlsjtxt=[[κατά]]-πονος, ον<br />[[tired]], wearied, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπονος Medium diacritics: κατάπονος Low diacritics: κατάπονος Capitals: ΚΑΤΑΠΟΝΟΣ
Transliteration A: katáponos Transliteration B: kataponos Transliteration C: kataponos Beta Code: kata/ponos

English (LSJ)

κατάπονον,
A tired, wearied, ἀθλητής Plu. Sull.29; worn out, exhausted, of cattle, PLond.3.1170v462 (iii A. D.); ὑπ' ἀλλήλων Plu.Alc.25.
II laboured, of poetry or works of art, Id.Tim.36; wearisome, λατρεία LXX 3 Ma.4.14; κ. βάρος Phld.D. 3.13.

German (Pape)

[Seite 1371] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fatigué, épuisé.
Étymologie: κατά, πόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-πονος -ον afgemat:. ἀθλητὴς κατάπονος een uitgeputte atleet Plut. Sull. 29.1. waaraan veel moeite is besteed.

Russian (Dvoretsky)

κατάπονος: ослабленный, изнуренный, надломленный (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ ἀλλήλων Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.

Greek Monolingual

κατάπονος, -ον (Α)
1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος
2. εξασθενημένος, εξαντλημένος
3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος
4. επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πονος (< πόνος), πρβλ. επίπονος, σύμπονος].

Greek Monotonic

κατάπονος: -ον, κουρασμένος, κατάκοπος, εξουθενωμένος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπονος: -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ ἔφεδρος ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. κοπιώδης, ἐπίπονος, πόνους προξενῶν, ὀχληρός, λατρεία Μακκαβ. 3. 4, 14.

Middle Liddell

κατά-πονος, ον
tired, wearied, Plut.