περιπτωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periptotikos
|Transliteration C=periptotikos
|Beta Code=periptwtiko/s
|Beta Code=periptwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[falling into that which one seeks to avoid]], Epicureiap. Plu.2.420d, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.6.6</span>, etc.; τῷ κακῷ <span class="bibl">M.Ant. 10.7</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.10.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[accidental]], π. εἶδος ἐμπειρίας Gal.<span class="title">Sect. Intr.</span>2. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.25</span>.</span>
|Definition=περιπτωτική, περιπτωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[falling into that which one seeks to avoid]], Epicureiap. Plu.2.420d, Arr.''Epict.''3.6.6, etc.; τῷ κακῷ M.Ant. 10.7. Adv. [[περιπτωτικῶς]] Arr.''Epict.''4.10.6.<br><span class="bld">II</span> [[accidental]], π. εἶδος ἐμπειρίας Gal.''Sect. Intr.''2. Adv. [[περιπτωτικῶς]] S.E.''M.''1.25.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπτωτικός Medium diacritics: περιπτωτικός Low diacritics: περιπτωτικός Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periptōtikós Transliteration B: periptōtikos Transliteration C: periptotikos Beta Code: periptwtiko/s

English (LSJ)

περιπτωτική, περιπτωτικόν,
A falling into that which one seeks to avoid, Epicureiap. Plu.2.420d, Arr.Epict.3.6.6, etc.; τῷ κακῷ M.Ant. 10.7. Adv. περιπτωτικῶς Arr.Epict.4.10.6.
II accidental, π. εἶδος ἐμπειρίας Gal.Sect. Intr.2. Adv. περιπτωτικῶς S.E.M.1.25.

German (Pape)

[Seite 589] ή, όν, zufällig, dem Zufall ausgesetzt; hineinfallend, hineingerathend in Etwas, Plut. u. a. Sp. – Adv., S. Emp. adv. math. 25 u. oft.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 exposé aux accidents de la vie;
2 qui tombe dans, τινι.
Étymologie: περιπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

περιπτωτικός: досл. падающий, перен. попадающий (τινι Plut.): π. ἐνάργεια Sext. бросающаяся в глаза очевидность.

Greek (Liddell-Scott)

περιπτωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων εἰς ἐκεῖνο ὅπερ τις ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποφύγῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 420D, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6, κτλ.· ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 4. 10, 6. ΙΙ. ὁ κατὰ σύμπτωσιν, τυχαῖος, Γαλην.· ― -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 25.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιπίπτω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίπτωση
2. αυτός που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίος.
επίρρ...
περιπτωτικῶς Α
1. με περιπτωτικό τρόπο, σε εξάρτηση από τυχαίο γεγονός
2. τυχαία.