προοδεύω: Difference between revisions
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proodeyo | |Transliteration C=proodeyo | ||
|Beta Code=proodeu/w | |Beta Code=proodeu/w | ||
|Definition= | |Definition=[[walk first]], App.''BC''4.43; [[travel before]], Luc.''Herm.''73; [[emanate]], prob. in Iamb.''VP''17.74; <b class="b3">προοδεύει τι τῶν ἐντέρων</b> the patient [[has a]] slight [[motion]] of the bowels, Paul.Aeg.3.71: metaph. in fut. Med., <b class="b3">-εύσονται εἰς ἄπειρον</b> [[will go on]] ad infinitum, Alex.Aphr. ''in Metaph.''288.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] voranreisen, Luc. Hermot. 73. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0737.png Seite 737]] voranreisen, Luc. Hermot. 73. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[cheminer devant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδεύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-οδεύω van tevoren reizen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προοδεύω:''' [[шествовать раньше или впереди]]: ἀκολουθεῖν τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Luc. идти по следам ранее прошедших. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[πρόοδος]]<br />[[οδεύω]], [[βαδίζω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προχωρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι [[προς]] το καλύτερο, [[προκόβω]] (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα [[παιδιά]] του προόδευσαν στα γράμματα»)<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[οπισθοδρομώ]], [[χειροτερεύω]] («στα στήθη η [[θλίψη]] σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει [[πρώτα]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προωδευμένα</i><br />αυτά που έχει περάσει [[κανείς]], όσα έχει υποστεί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προηγούμαι]] σε [[πορεία]], [[προπορεύομαι]] (α. «ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.<br />β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκπορεύομαι]] εκπηγάζω. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προοδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ταξιδεύω]] από [[πριν]], σε Λουκ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προοδεύω''': προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β. | |lstext='''προοδεύω''': προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[travel]] [[before]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
walk first, App.BC4.43; travel before, Luc.Herm.73; emanate, prob. in Iamb.VP17.74; προοδεύει τι τῶν ἐντέρων the patient has a slight motion of the bowels, Paul.Aeg.3.71: metaph. in fut. Med., -εύσονται εἰς ἄπειρον will go on ad infinitum, Alex.Aphr. in Metaph.288.24.
German (Pape)
[Seite 737] voranreisen, Luc. Hermot. 73.
French (Bailly abrégé)
cheminer devant.
Étymologie: πρό, ὁδεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-οδεύω van tevoren reizen.
Russian (Dvoretsky)
προοδεύω: шествовать раньше или впереди: ἀκολουθεῖν τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Luc. идти по следам ранее прошедших.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πρόοδος
οδεύω, βαδίζω προς τα εμπρός, προχωρώ
νεοελλ.
1. προάγομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προκόβω (α. «οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προοδεύουν ανάλογα με τις θετικές» β. «τα παιδιά του προόδευσαν στα γράμματα»)
2. (με κακή σημ.) οπισθοδρομώ, χειροτερεύω («στα στήθη η θλίψη σιγηλά, χαλνά και προοδεύει», Βιζυην.)
μσν.
1. (για τους νεκρούς) έχω αποχωρήσει πρώτα
2. (η μτχ. ουδ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προωδευμένα
αυτά που έχει περάσει κανείς, όσα έχει υποστεί
μσν.-αρχ.
προηγούμαι σε πορεία, προπορεύομαι (α. «ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι», Λουκ.
β) «πῇ μὲν οὐραγῶν, πῇ δὲ προοδεύων», Λέων Διάκ.)
αρχ.
εκπορεύομαι εκπηγάζω.
Greek Monotonic
προοδεύω: μέλ. -σω, ταξιδεύω από πριν, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προοδεύω: προπορεύομαι, ἠκολούθει τοῖς τῶν προωδευκότων ἴχνεσι Λουκ. Ἑρμότ. 73· πῆ μὲν οὐραγῶν, πῆ δὲ προοδεύων Λέων Διάκ. σ. 22, 12. ― Παθ., μεταφορ., τὰ προωδευμένα, τὰ πράγματα ἃ ἔχομεν διέλθει, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 125Β.