δύσλοφος: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
m (Text replacement - "Latin: intolerabilis;" to "Latin: intolerabilis, intolerandus;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dyslofos
|Transliteration C=dyslofos
|Beta Code=du/slofos
|Beta Code=du/slofos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hard for the neck]], [[hard to bear]], [[ζεύγλη]], [[ζυγόν]], <span class="bibl">Thgn.848</span>, <span class="bibl">1024</span>; χείρ <span class="bibl">B.12.46</span>; <b class="b3">δ. φρενί</b> prob. l. in S.<span class="title">Ichn.</span>4; δυσλοφωτέρους πόνους <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>931</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[impatient of the yoke]], ἡμίονοι <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>16.9</span>. Adv. -φως, φέρειν <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>303</span>.</span>
|Definition=δύσλοφον,<br><span class="bld">A</span> [[hard for the neck]], [[hard to bear]], [[ζεύγλη]], [[ζυγόν]], Thgn.848, 1024; χείρ B.12.46; <b class="b3">δ. φρενί</b> prob. l. in S.''Ichn.''4; δυσλοφωτέρους πόνους A.''Pr.''931.<br><span class="bld">II</span> [[impatient of the yoke]], ἡμίονοι Ael.''NA''16.9. Adv. [[δυσλόφως]], φέρειν E.''Tr.''303.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλοφος Medium diacritics: δύσλοφος Low diacritics: δύσλοφος Capitals: ΔΥΣΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dýslophos Transliteration B: dyslophos Transliteration C: dyslofos Beta Code: du/slofos

English (LSJ)

δύσλοφον,
A hard for the neck, hard to bear, ζεύγλη, ζυγόν, Thgn.848, 1024; χείρ B.12.46; δ. φρενί prob. l. in S.Ichn.4; δυσλοφωτέρους πόνους A.Pr.931.
II impatient of the yoke, ἡμίονοι Ael.NA16.9. Adv. δυσλόφως, φέρειν E.Tr.303.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas o abstr., en sent. fís. duro, doloroso para el cuello ζεύγλη Thgn.848, ζυγόν Thgn.1024, χείρ de Heracles, B.13.46
en sent. moral doloroso, humillante δυσλοφώτεροι πόνοι A.Pr.931, ὄν[ειδος ἄλλο δύσ] λοφον φρενί S.Fr.314.10 (l.p.).
2 de anim. que es de cuello difícil, difícil de uncir ἡμίονοι Ael.NA 16.9.
II adv. -ως con humillación, penosamente τοὐλεύθερον ... δ. φέρει κακά E.Tr.303.

German (Pape)

[Seite 683] 1) schwer für den Nacken, nackenbeschwerend, ζεύγλη, Theogn. 846; πόνοι, Aesch. Prom. 930. – 2) den Nacken ungern unters Joch beugend, widerspänstig, αὐχήν, Theogn. 1019; ἡμίονοι, Ael. H. A. 16, 11; – δυσλόφως φέρειν κακά, Eur. Tr. 302.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 pénible pour le cou, difficile à supporter;
2 impatient du joug.
Étymologie: δυσ-, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

δύσλοφος: тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσλοφος: -ον, βαρύς, δυσάρεστος, εἰς τὸν τράχηλον, δυσφόρητος, ζεύγλη, ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν ζυγόν, ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303.

Greek Monolingual

δύσλοφος, -ον (Α)
1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός»)
2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι»).

Greek Monotonic

δύσλοφος: -ον, I. βαρύς για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, ανυπόφορος, σε Θέογν., Αισχύλ.
II. αυτός που δεν υπομένει το ζυγό· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ.

Middle Liddell

δύσ-λοφος, ον
I. hard for the neck, hard to bear, Theogn., Aesch.
II. impatient of the yoke: adv., impatiently, Eur.

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎