ἀνυπόθετος: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anypothetos | |Transliteration C=anypothetos | ||
|Beta Code=a)nupo/qetos | |Beta Code=a)nupo/qetos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνυπόθετον,<br><span class="bld">A</span> [[not hypothetical]], [[unconditioned]], [[absolute]], ἀρχή [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 510b, cf. Phld. ''D.''1.19; τὸ ἀ. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 511b, al. Adv. [[ἀνυποθέτως]] = [[not hypothetically]], Plu.2.399b.<br><span class="bld">II</span> [[without foundation]], ib.358f. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans fondement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑποτίθημι]]. | |btext=ος, ον :<br />[[sans fondement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὑποτίθημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνυπόθετος:'''<br /><b class="num">1</b> не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный ([[ἀρχή]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[лишенный оснований]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπόθετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον υποθέσει, [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], αυτός που ισχύει [[χωρίς]] όρους και προϋποθέσεις («[[ἀνυπόθετος]] [[ἀρχή]]», [[Πλάτων]])<br /><b>2.</b> [[αβάσιμος]], [[ανυπόστατος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπόθετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον υποθέσει, [[παράλογος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], αυτός που ισχύει [[χωρίς]] όρους και προϋποθέσεις («[[ἀνυπόθετος]] [[ἀρχή]]», [[Πλάτων]])<br /><b>2.</b> [[αβάσιμος]], [[ανυπόστατος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνυπόθετον,
A not hypothetical, unconditioned, absolute, ἀρχή Pl.R. 510b, cf. Phld. D.1.19; τὸ ἀ. Pl.R. 511b, al. Adv. ἀνυποθέτως = not hypothetically, Plu.2.399b.
II without foundation, ib.358f.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no está condicionado, absoluto, ἀρχή Pl.R.510b, Phld.D.1.19, cf. POxy.3219.fr.19.4 (II d.C.), del principio de contradicción, Arist.Metaph.1005b14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.269.2
•subst. τὸ ἀ. lo no hipotético Pl.R.511b.
2 que no tiene base οἱ ἀράχναι ... [ἀπ] αρχὰς ἀνυποθέτους ὑφαίνουσι las arañas construyen sus telas sin base Plu.2.358f.
3 que no se puede hipotecar de un campo heredado TAM 2.261b.16, PMasp.309.34 (biz.), PMichael.42A.28.
II adv. -ως sin fundamento λέγειν Plu.2.399b.
German (Pape)
[Seite 266] 1) nicht untergeschoben? – 2) ohne Voraussetzung, absolut, ἐπ' ἀρχὴν ἀνυπόθετον ἐξ ὑποθέσεως ὶέναι Plat. Rep. VI, 510 b 611 b; Plut. – 3) ohne Grundlage, Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fondement.
Étymologie: ἀ, ὑποτίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπόθετος:
1 не предположительный, т. е. безусловный, абсолютный (ἀρχή Plat., Arst.);
2 лишенный оснований Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόθετος: -ον, ὁ μὴ ὑποθετικός, ὁ μὴ ὁριζόμενος ὑπὸ ὅρων καὶ περιστάσεων, ἀπόλυτος, ἀρχὴ Πλάτ. Πολ. 510Β· τὸ ἀνυπόθετον αὐτόθι 511Β· κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἄνευ θεμελίου ἢ βάσεως, Πλούτ. 2. 358F: - οὕτως ἐπίρρ. -τως αὐτόθι 399Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνυπόθετος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον υποθέσει, παράλογος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτός που ισχύει χωρίς όρους και προϋποθέσεις («ἀνυπόθετος ἀρχή», Πλάτων)
2. αβάσιμος, ανυπόστατος.