σύσπαστος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syspastos | |Transliteration C=syspastos | ||
|Beta Code=su/spastos | |Beta Code=su/spastos | ||
|Definition= | |Definition=σύσπαστον, or [[συσπαστός]], όν, [[capable of being drawn together]], [[closed by drawing together]], βαλλάντια [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 190e, Gal.2.424, Ath. 11.783f; <b class="b3">σ. ἐγχειρίδιον</b> a stage-dagger, the blade of which [[runs back into the hilt]], such as was used in the Ajax (815 sq.), Polem.Hist.95. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br />[[qui peut se resserrer]], [[se fermer]].<br />'''Étymologie:''' [[συσπάω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύσπαστος -ον of συσπαστός -ον [συσπάω] (met een koord) dichtgetrokken:. τὰ σύσπαστα βαλλάντια de geldbuidels die zijn dichtgetrokken Plat. Smp. 190e. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σύσπαστος:''' [[стягиваемый]], [[стяжной]] ([[βαλάντιον]] Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σύσπαστος:''' -ον ή [[συσπαστός]], -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με [[σύσπαση]], αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''σύσπαστος:''' -ον ή [[συσπαστός]], -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με [[σύσπαση]], αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σύσπαστος''': -ον, ἢ συσπαστός, όν, (Λοβεκ. Παραλ. 490), ὁ συσπώμενος, ὁ κλειόμενος διὰ συσπάσεως, πεποιημένος [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ συσπᾶται, νὰ σουφρώνεται, νὰ μαζώνεται, [[βαλλάντιον]] Πλάτ. Συμπ. 190Ε· ὡς τὰ συσπαστὰ βαλλάντια Ἀθήν. 783F· - τοιαῦτα βαλλάντια [[εἶναι]] καὶ νῦν ἐν χρήσει παρ’ ἡμῖν· κομψευόμεναι δὲ γυναῖκες ἐξαρτῶσι τοιαῦτα βαλλάντια ἐκ τῆς ζώνης, - σ. ἐγχειρίδιον, οὗ [[χρῆσις]] ἐγίνετο ἐπὶ τῆς σκηνῆς, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ λεπὶς ὑπεχώρει καὶ εἰσεδύετο εἰς τὴν λαβήν, [[οἷον]] τὸ [[ξίφος]] οὗ [[χρῆσις]] ἐγίνετο ἐν τῇ παραστάσει τοῦ Αἴαντος (815 κἑξ.)· «συσπαστόν· τῶν τραγικῶν τι ἐγχειρίδιον ἐκαλεῖτο, ὡς Πολέμων (Ἀποσπ. 95) φησί, τὸ συντρέχον, ἐν Αἴαντος ὑποκρίσει» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σύσπαστος]], ον,<br />[[drawn]] [[together]], closed by [[drawing]] [[together]], Plat. [from [[συσπάω]] | |mdlsjtxt=[[σύσπαστος]], ον,<br />[[drawn]] [[together]], closed by [[drawing]] [[together]], Plat. [from [[συσπάω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
σύσπαστον, or συσπαστός, όν, capable of being drawn together, closed by drawing together, βαλλάντια Pl.Smp. 190e, Gal.2.424, Ath. 11.783f; σ. ἐγχειρίδιον a stage-dagger, the blade of which runs back into the hilt, such as was used in the Ajax (815 sq.), Polem.Hist.95.
German (Pape)
[Seite 1042] zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut se resserrer, se fermer.
Étymologie: συσπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύσπαστος -ον of συσπαστός -ον [συσπάω] (met een koord) dichtgetrokken:. τὰ σύσπαστα βαλλάντια de geldbuidels die zijn dichtgetrokken Plat. Smp. 190e.
Russian (Dvoretsky)
σύσπαστος: стягиваемый, стяжной (βαλάντιον Plat.).
Greek Monolingual
-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / σύσπαστος, -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ συσπῶ
ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.)
νεοελλ.
1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύσπαστο
αρχ.
φρ. «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — είδος μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη σκηνή και του οποίου η λεπίδα έκλινε και εισχωρούσε στη λαβή.
Greek Monotonic
σύσπαστος: -ον ή συσπαστός, -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με σύσπαση, αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύσπαστος: -ον, ἢ συσπαστός, όν, (Λοβεκ. Παραλ. 490), ὁ συσπώμενος, ὁ κλειόμενος διὰ συσπάσεως, πεποιημένος οὕτως ὥστε νὰ συσπᾶται, νὰ σουφρώνεται, νὰ μαζώνεται, βαλλάντιον Πλάτ. Συμπ. 190Ε· ὡς τὰ συσπαστὰ βαλλάντια Ἀθήν. 783F· - τοιαῦτα βαλλάντια εἶναι καὶ νῦν ἐν χρήσει παρ’ ἡμῖν· κομψευόμεναι δὲ γυναῖκες ἐξαρτῶσι τοιαῦτα βαλλάντια ἐκ τῆς ζώνης, - σ. ἐγχειρίδιον, οὗ χρῆσις ἐγίνετο ἐπὶ τῆς σκηνῆς, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ λεπὶς ὑπεχώρει καὶ εἰσεδύετο εἰς τὴν λαβήν, οἷον τὸ ξίφος οὗ χρῆσις ἐγίνετο ἐν τῇ παραστάσει τοῦ Αἴαντος (815 κἑξ.)· «συσπαστόν· τῶν τραγικῶν τι ἐγχειρίδιον ἐκαλεῖτο, ὡς Πολέμων (Ἀποσπ. 95) φησί, τὸ συντρέχον, ἐν Αἴαντος ὑποκρίσει» Ἡσύχ.
Middle Liddell
σύσπαστος, ον,
drawn together, closed by drawing together, Plat. [from συσπάω